Δευτέρα 2 Αυγούστου 2021

Ολιγόλεπτο διάλειμμα στο τέλος της βάρδιας, στο διάδρομο, έξω απ’ το ασανσέρ

(Αρκετά χρόνια άνεργος. Έπαιρνα τα επιδόματα. Είχα κι ένα χωραφάκι που έκλεψε στα χαρτιά απ’ τη γριά γερόντισσα ο πατέρας μου, το πούλησα μόλις πέθανε κι έχασα τη σύνταξή του. Έφτασα έτσι να ζω μέχρι τα 50 μου. Μετά έκαναν απόβαση οι μετανάστες. Παράνομοι και τεμπέληδες. Μου πήρανε όλα τα επιδόματα και τις κρατικές διευκολύνσεις. Μέχρι και σπίτι τους έδωσαν στον ίδιο όροφο με το δικό μου. Ήρθε η Οργάνωση και μου έκανε έξωση. Καλύτερα. Βρομούσαν. Σταμάτησα να διακανονίζω τα δάνεια και τις κάρτες μου. Δεν είχα λεφτά ούτε να πάω στις ανήλικες. Ποιος εγώ! Που πάντα ψήφιζα με σημειωμένο ψηφοδέλτιο κι είχα χαλάσει τα μισά προσημειωμένα χαρτονομίσματα του βουλευτή μου σ’ όλα τα περίπτερα της επαρχίας. Έτσι βρέθηκα εδώ στο νησί. Ένα παλικάρι δικό μας με σύστησε σαν τον καλύτερο θερμαστή από το Τζιμπουτί. Δεν έχω ιδέα τι εννοεί αλλά μου ανέθεσαν να βολτάρω με τα σκυλιά των πελατών. Το κάνω. Μαζεύω σκυλίσια σκατά και χτενίζω σκυλίσια κορμιά. Ένα βράδυ βρήκα μια όμορφη ξένη, ορθόδοξη με το σταυρό πάνω από την μπλούζα και τα μαλλιά κότσο πάνω ψηλά. Σίγουρα λόγω ηλικίας δεν μπορεί να μου ζητήσει πολλά. Της κάνω και χάρη σχεδόν. Θα γνωρίσει τον γνήσιο ελληνικό έρωτα. Γιατί εγώ αν και δεν μου φαίνεται μπορώ ν’ αντέξω πολύ ώρα στο κρεβάτι αν το κλιματιστικό δεν μου χτυπά την πλάτη. Μου είπε την ιστορία της ενώ εγώ αναρωτιόμουν απλά πόσα θέλει για να το κάνω μαζί της. Δεν πιστεύω να μιλάει τόσο για να ζητήσει περισσότερα από τη γνωστή ταρίφα; Αν είναι έτσι θα την κοροϊδέψω και δεν θα πληρώσω. Μας τρώνε τις δουλειές αυτοί όλοι.)


Κοίταξε παιδί μου, είμαι 68 ετών και ο λόγος που επιλέχθηκα να έρθω στην Ελλάδα γι’ αυτές τις “διακοπές” είναι η εμφάνισή μου. Βλέπεις μεγάλωσα τότε σε ‘κείνα τα χρόνια που ο κομμουνισμός σβαρνούσε τη μεγάλη χώρα. Μετά, με τη διάλυση, αν και σε μικρή ηλικία και πάρα πολύ όμορφη κατά ομολογία ανθρώπων εκτός της οικογενείας μου, δεν μπλέχτηκα στα νέα οικογενειακά και πολιτικά τζάκια. Τότε με εκμεταλλεύτηκαν οι περαστικοί στρατιώτες. 


Φτωχή στην αρχή της ζωής μου, φτωχότερη μετά. Επί χρόνια πουλούσα τα παλιά υπάρχοντα της οικογενείας μου έξω από σταθμούς του μετρό. Αρχικά σε τουρίστες και κατόπιν σε ντόπιους που μου έλεγαν ότι τα διοχετεύουν μέσω διαδικτύου στο εξωτερικό. Κονκάρδες, ραδιόφωνα, στολές, μέχρι και βρακιά με το σφυροδρέπανο θέλουν οι λαίμαργοι συλλέκτες κάθε εποχής. Έπειτα κι αυτά τελειώσανε κι έμεινα στην έκτη δεκαετία μου να γυροφέρνω τους κάδους των πλούσιων συνοικιών. Εκεί με εκμεταλλεύτηκαν οι τυχεροί υπηρέτες των πλουσίων. 


Αυτή την άνοιξη με πλησίασε ένας νεαρός άντρας, μου έδωσε μια δυνατή γροθιά στην κοιλιά και με κλώτσησε στο πεζοδρόμιο. Δίπλα στεκόταν ένα κατάμαυρο αμάξι και δύο τεράστιοι σωματοφύλακες, ενώ από το χαμηλωμένο τζάμι μας κοιτούσε μια πολύ όμορφη νέα γυναίκα. Δεν αντέδρασα. Αρχικά σκέφτηκα να φωνάξω το ζευγάρι των αστυνομικών που είχα δει πριν λίγα λεπτά, αποκλείεται να είχαν απομακρυνθεί. Όμως κατευθείαν σκέφτηκα τις σχέσεις που είχε αυτή η τάξη με αυτά τα όργανα που τρέφονται με πράσινα χαρτονομίσματα. Έκατσα διπλωμένη στο δρόμο. Δεν έκλαψα. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Τότε με εκμεταλλεύτηκαν οι σωματώδεις άντρες και ο νεαρός κρατούσε μπροστά στο σώμα μου το κινητό του.


Έπειτα η κοπέλα φώναξε ότι επιλέχθηκα και οι σωματοφύλακες σήκωσαν τα παντελόνια τους και με άρπαξαν από τα χέρια για να με τοποθετήσουν μπροστά στον άντρα. Μου ανακοίνωσε ότι ήταν η τυχερή μου μέρα. Χωρίς να με κοιτάξει ούτε μια στιγμή δήλωσε ότι ξέρει τα πάντα για μένα κι ότι θα κάνω ένα μεγάλο ταξίδι. Έτσι βρέθηκα στην Ελλάδα. Με θεωρούν άσχημη, άκακη αλλά και ικανή να τα φέρω βόλτα αυτά τα διαβολάκια παιδάκια τους. Δεν έχουν άδικο. Όλη τη μέρα τρέχω πίσω τους. 


Μου δίνουν κάτι χάπια σε διαφορετικά μπουκαλάκια. Το κόκκινο ανοιχτό είναι για το πρωί. Να ξυπνάω σαν γνήσια Ρώσα μητέρα για να υπηρετεί το αφεντικό και τα παιδιά του. Το κόκκινο σκούρο είναι για το βράδυ. Να κοιμάμαι σαν γνήσια Ρώσα γυναίκα για να μην καταλαβαίνω τι γίνεται μέσα στους πληρωμένους τοίχους. 


Όμως έτσι γνώρισα και την Ελλάδα. Δηλαδή να αυτές τις παραλίες, τον καυτό ήλιο και τα ωραία μπουκαλάκια με νερό. Στην αρχή είναι δροσερό το νερό. Μετά η ζέστη το κάνει σαν αραιωμένο μοσχοβίτικο τσάι. Βλέπω κι άλλες “οικογένειες” που δεν τις ξεχωρίζεις εύκολα. Η χώρα αυτή είναι το ολιγόωρο πάρκινγκ των συμπολιτών μου. Αυτών που μπορούν να βγουν με διαβατήριο και γεμάτο πορτοφόλι. Αυτών που οι τσέπες αφράτεψαν από τις γυναίκες, τα όπλα, το πετρέλαιο και τα τρόφιμα που έσπρωξαν εκείνα τα χρόνια της “επανάστασης”. 


Αντέχω ακόμα. Δεν μπορώ να κάνω κι αλλιώς. Με αγόρασαν χωρίς κανένα αντίτιμο. Έχουν στείλει τους σωματοφύλακες να βρουν τις κόρες και το γιό μου. Κανείς δεν ομολογεί τι έγινε. Τα παιδιά δεν μιλάνε γι’ αυτό. Μου λένε ότι προσεύχονται κάθε μέρα να αντέξω γιατί αυτά δεν θα τα καταφέρουν. Έτσι κάνω και τις διακοπές μου εδώ. Ωραία θάλασσα. Όχι δεν κολυμπώ. Αλλά είναι σαν εκείνο τον καιρό που ζούσα στους υπόγειους σταθμούς. Τι όμορφο το τρένο. Συνέχεια πήγαινε απ’ εδώ κι απ’ εκεί, σε ταξίδευε. Έτσι και το γαλάζιο αυτό νερό. Όνειρο. Είμαι τυχερή που έζησα μέχρι τώρα. Δεν πιστεύω ότι οι κόρες μου και ο γιος μου θα ‘ναι τόσο τυχεροί. Τώρα είναι η σειρά σου να με εκμεταλλευτείς γέρο μου.