Παρασκευή 3 Ιουνίου 2022

εισαγωγή στα πάντα

Ο Μήτσος ήθελε να γίνει μουσικός. Γεννήθηκε το έτος που ο Δαβίδ μετακόμισε στο διχοτομημένο Βερολίνο. Άρχισε ν' ακούει μουσική, άρχισε να μαθαίνει κιθάρα και πλήκτρα και μια μέρα αποφάσισε να μην ξανακουρδίσει τίποτα και τα πούλησε όλα μαζί με δύο πικάπ ΜΚΙΙ και τους δίσκους της σκληρής μουσικής που μάζευε δέκα χρόνια. Πήγε έξω, γύρισε, έβαλε και τα πουκάμισα (όχι λευκά!) κι άρχισε να βγάζει λεφτά ώστε να πάψουν να τον συμβουλεύουν οι τριγύρω. Με τον πρώτο υπολογιστή του, μετά τις πασιέντζες και τους αγώνες ταχύτητας και τα παιχνίδια του 'φτιάξε το δικό σου κόσμο' έφτιαξε κάτι αρχαίους ρυθμούς και του άρεσε αυτό. Ήταν κι η εποχή που αντί για κασέτες έφτιαχνες τα δικά σου ψηφιακά δισκάκια και πάντα του άρεσε να ορνιθοσκαλίζει και να φτιάχνει τίτλους. Όμως βαριόταν τους ντόπιους μουσικούς που κάθε φορά ονει-ρευόντουσαν συνεντεύξεις για το νέο τους πεπαλαιωμένο πόνημα, που δεν ήταν νέο, δεν είχε πόνο κι όμως έμπαινε στις λίστες της λήθης. Κι έτσι άφησε τα καινούργια της περιοχής του αντιλαμβανόμενος την έννοια της pale blue dot που 'λεγε κι ο Carl ο Sagan κι άρχισε να βουτά στο θόρυβο και την ησυχία του περιβάλλοντος, τα δευτερόλεπτα ανάμεσα στα τραγούδια των δίσκων που ποτέ δεν ήταν ίδια και ας είχαν πάντα την ίδια διάρκεια. Έπαψε να αισθάνεται κάπως που δεν ανήκε κάπου. Στερεότυπες αοριστίες. Του άρεσε. Λάτρευε την ελευθερία να φτιάχνει όποτε και ότι. Να κυκλοφορεί με την άνεση του ψηφιακού κόσμου όταν οι άλλοι ακόμα πληρώνανε να βγάλουν βινύλια κι αυτός το ξεπέρασε όταν έπιασε στα χέρια του τα πρώτα lathe cut σε διάφορες ίντσες. Ν' αλλάζει ονόματα, να χάνει τα ίχνη, να τα καλύπτει σαν ένας ινδιάνος που δεν τον ενδιέφερε αν υπάρχουν κάου και μπόιδες ή γερασμένοι τεντιμπόηδες. Κι οι συνέργιες... ναι ήρθαν κι αυτές, πανέμορφες, μελωδίες που χαλούσαν, μ' ανθρώπους απ' όλο τον κόσμο, απ' την Ευρώπη και την Λατινική Αμερική και οι επιμέλειες σε εξαιρετικές συλλογές που αρνιόταν να συμμετέχει σαν μουσικός και οι μουσικές εταιρείες που αυτός έφτιαξε κι έτσι κατάφερε ότι ακριβώς είχε ονειρευτεί, την ηχητική του ελευθερία. Πάει καιρός που ο Μήτσος δεν θέλει να είναι μουσικός. Είναι ένας ηχητικός εργάτης και το κατάλαβε την πρώτη στιγμή που ηχογράφησε με το Panasonic walkman του τα κύματα να σπάνε πάνω στους βράχους μια απόκρυφης παραλίας ελάχιστων μέτρων, κάπου κοντά στη Νέα Φώκαια στα τελειώματα των 80s.