Πέμπτη 7 Μαρτίου 2024

Αγκάθ(ι)α

από 'δω θα φάνε κι άλλοι... προσοχή και στο δικό σου ρεύμα γιατί πάντα θα υπάρχει κι ο άλλος που θα 'ρχεται ανάποδα... στο δικό σου ρεύμα... δεν υπάρχει δικό σου ρεύμα... μόνο αυτό που πληρώνεις στο λογαριασμό σου... με ποσοστό +10% για τις ρευματοκλοπές των άλλων... the others... μας κάνατε κακό. // ή αλλιώς: Η ιστορία αυτής που δεν έχασε τίποτα. Ποτέ. Τίποτις.

Στην πολυσύχναστη καρδιά μιας ελληνικής μητρόπολης, μέσα στη χαοτική συμφωνία του κορναρίσματος και του πολυσύχναστου πλήθους, ζούσε μια γυναίκα ονόματι Αγκάθα. Δίπλα της περνούσαν ιερωμένοι με φίδια στον κόρφο τους και μερικές καλόγριες που πουλούσαν μανταλάκια από τίμιο ξύλο. Ήταν η επιτομή του ελέγχου, η ζωή της οργανωμένη σχολαστικά, το περιβάλλον της σχολαστικότερα συντηρημένο. Από το άψογο σπίτι της μέχρι τα τέλεια βαλμένα μαλλιά της, η Αγκάθα ήταν η ενσάρκωση της τάξης σε έναν κόσμο που βρισκόταν στα όρια του χάους.

Για χρόνια, η Αγκάθα περιηγήθηκε στη ζωή με την ακρίβεια ενός Ελβετού ωρολογοποιού. Βρέθηκε σε διάφορες πόλεις, μέχρι και σε μέρη χωρίς ήλιο, εκεί που τα πουλιά πετάνε ανάποδα και οι τηλεοράσεις σταματούν το πρόγραμμά τους μετά τις δέκα το βράδυ. Τίποτα δεν ξέφυγε από την αντίληψή της. Ήταν η κυρίαρχη της επικράτειάς της, κυβερνώντας την με μια σιδερογροθιά τυλιγμένη σε ένα βελούδινο γάντι. Κάθε λεπτομέρεια της ύπαρξής της ήταν προσεκτικά επιμελημένη, κάθε ενδεχόμενο είχε προγραμματιστεί και επανεξεταστεί με ακόμα μεγαλύτερη λεπτομέρεια. Δεν είχε γνωρίσει ποτέ την απώλεια, ποτέ δεν είχε βιώσει την πικρή γεύση της αποτυχίας. Αλλά η μοίρα, όπως φάνηκε, είχε άλλα σχέδια τη στιγμή που μια γάτα επιτέθηκε σε ένα μικρό και άμυαλο ποντιακό σκυλί.

Ήταν μια φαινομενικά συνηθισμένη μέρα όταν ο προσεκτικά κατασκευασμένος κόσμος της Αγκάθα αναστατώθηκε από μια δύναμη πέρα από την κατανόησή της. Καθώς έκανε την πρωινή της ρουτίνα, βουρτσίζοντας σχολαστικά τα δόντια της με την αξιόπιστη οδοντόβουρτσά της και μελετώντας την πρωινή εφημερίδα, μια ξαφνική αναστάτωση ταρακούνησε τον ίδιο τον ιστό της πραγματικότητας. Τα σύμπαντα αναμίχθηκαν σαν τα υλικά για ένα στρούντελ. Με ένα εκκωφαντικό βρυχηθμό, μια στροβιλιζόμενη δίνη σκότους τύλιξε την Αγκάθα, αποσπώντας την από το γνώριμο περιβάλλον της και σπρώχνοντάς την στα άγνωστα βάθη του χρόνου και του χώρου. Πανικός κατέλαβε την καρδιά της καθώς έπεφτε στο κενό, με την σχολαστικά σχεδιασμένη ύπαρξή της να ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια της. Αισθάνθηκε σαν οι μυρωδιές εκατοντάδων επιβατών σε λεωφορείο που έχουν έλλειψη τρεχούμενου νερού να της επιτίθεντο.

Όταν τελικά η Αγκάθα βγήκε από τη δίνη, βρέθηκε σε έναν κόσμο οικείο και εξωγήινο. Οι δρόμοι της ελληνικής πόλης απλώνονταν μπροστά της, αλλά αμαυρώθηκαν από το πέρασμα του χρόνου. Τα κτίρια που κάποτε στέκονταν ψηλά, τώρα κείτονταν σε ερείπια, οι ερειπωμένες προσόψεις τους μαρτυρούν τη φθορά του χρόνου. Μια εκκλησία άνοιγε τις πύλες της για να μπει μέσα ένα θωρακισμένο όχημα χρηματαποστολών. Δυο αλλοδαποί στεκόντουσαν με τεράστια δυσκολία και κύρτωναν κάτω από το βάρος των ανοιχτών τηλεοράσεων που κρατούσαν. Από εκείνες ένας μαλθακός ερημίτης δασκάλευε το ποίμνιο πως να φτιάξει χορτόπιτα με αποτσίγαρα.

Η σύγχυση και ο φόβος τράβηξαν το μυαλό της Αγκάθα καθώς σκόνταψε μέσα στο ερημικό τοπίο, με την κάποτε παρθένα ενδυμασία της τώρα σκισμένη και κουρελιασμένη. Όπου κι αν κοίταξε, είδε σημάδια φθοράς και καταστροφής, μια έντονη αντίθεση με τον τακτοποιημένο κόσμο που είχε αφήσει πίσω της. Λύγισε, όμως στη στιγμή αυτοχαστουκίστηκε, τσίμπησε το δεξί σφιχτό κωλομέρι και άφησε μια μικρή πορδή. Ο φόβος είχε φύγει. Ήταν και πάλι κυρίαρχος του γαλαξία, του μασούτη και του σκλαβενίτη μαζί. Ήταν η σούπερ γυναίκα που τα πάντα κανονίζει, όλοι την έχουν ανάγκη, αυτή δεν έχει ανάγκη κανέναν και γιορτάζει κιόλας άμα γουστάρει σήμερα.

Καθώς όμως η Αγκάθα περιπλανιόταν στους έρημους δρόμους, άρχισε να συνειδητοποιεί την έκταση της δύσκολης θέσης της. Ο χρόνος, φαινόταν, της είχε κάνει ένα σκληρό τέχνασμα, βυθίζοντάς την σε έναν κόσμο που είχε περάσει προ πολλού. Τόσο οικείο σαν μια πόλη που έπλενε πιάτα με τα χέρια για επτά χρόνια αλλά και παράλληλα τόσο ξένο σαν το χωριό του πατέρα χωρίς τουρίστες. Και στο πέρασμά αυτών των αλλόκοτων συμπάντων και στιγμών, κάτι της είχε πάρει το πιο πολύτιμο αντικείμενο εκείνης της ώρας μαζί με το δώρο προς τον πατέρα της: την οδοντόβουρτσά της και την πρωινή εφημερίδα με τα ναυτιλιακά νέα της προηγούμενης εβδομάδας από τη Σιγκαπούρη, ὠϊμέ!

Η απόγνωση οδήγησε την Αγκάθα προς τα εμπρός καθώς έψαχνε να βρει έναν τρόπο να κατανοήσει τη νέα της πραγματικότητα. Αλλά όσο και να προσπαθούσε, δεν βρήκε παρηγοριά στα ερείπια του παρελθόντος. Η κάποτε ακλόνητη αυτοπεποίθησή της κλονίστηκε, αντικαταστάθηκε από μια υφέρπουσα αίσθηση αμφιβολίας και αβεβαιότητας. Τα συντρίμμια άρχιζαν να σχηματίζουν μια εξωτερική τουαλέτα για την οποία αισθάνθηκε την ανάγκη να μπει και να την καθαρίσει με τα υγρά μαντηλάκια που πάντα είχε στην τσέπη του επώνυμου μπουφάν της. Γιαπωνέζικη αισθητική μέσα σε ρωμαϊκά κιούπια ξεχειλισμένα από μικροοργανισμούς που χαρακτηρίζονται και ως: μύκητες · μικροφύκη · πρωτόζωα · βακτήρια · μαλακίες.

Μέσα στην απελπισία της, η Αγκάθα σκόνταψε σε ένα ασθενοφόρο νοσοκομείου, με τις πόρτες του να στέκονται ανοιχτές σαν φάρος ελπίδας στο σκοτάδι. Με χέρια που έτρεμαν, μπήκε στο όχημα κι από εκεί πέρασε στο εσωτερικό που ήταν το ίδιο με ένα γνώριμο και φιλικό νοσοκομείο. Με την καρδιά της να χτυπά δυνατά στο στήθος της άρχισε να περπατάει στα τέσσερα για σιγουριά. Μέσα, βρήκε μια ομάδα κουρασμένων επιζώντων, με τα πρόσωπά τους τραβηγμένα και καταβεβλημένα και παραδίπλα μια παρέα ενενηντάρηδων που άρχισαν να τις εξιστορούν φωνάζοντας τη λειτουργία των καθετήρων τους.

Καθώς η Αγκάθα τους πλησίασε για να τους γλιτώσει από μελλοντικές παθήσεις των λαιμών τους, αντιμετώπισε επιφυλακτικά βλέμματα και ψιθυριστές συζητήσεις. Όμως, παρά την αρχική τους σύλληψη, οι επιζώντες την καλωσόρισαν τελικά ανάμεσά τους, προσφέροντάς της τη λίγη παρηγοριά που μπορούσαν μπροστά στην αβεβαιότητα. Ένα σακουλάκι με χθεσινά ούρα ο ένας, μια κατουρημένη παλιά διαθήκη ο άλλος και τρεις μπατονέτες αγνώστου προηγούμενης χρήσης μια χαιρέκακη κυρία ντυμένη στα σιέλ. Δεν είχαν και κάτι να χάσουν. Όσος χρόνος απέμεινε θα γινόταν σύντομα δωρεά στα παιδιά των χαμένων Ελλήνων αστροναυτών.

Και έτσι, η Αγκάθα βρέθηκε ανάμεσα σε αγνώστους, ο προσεκτικά ελεγχόμενος κόσμος της γκρεμίστηκε από δυνάμεις που ήταν πέρα από τον έλεγχό της. Το δουκάτο της γέμισε λάσπες κι ακαθαρσίες που οι συγκάτοικοι θα έφερναν αβίαστα μέσα στο σπίτι, πάνω στα χαλιά, δίπλα στο κρεβάτι, παραδίπλα από το κομοδίνο που έχει τα βρακάκια της. Αλλά μέσα στο χάος, σε αυτό που τώρα είχε χρώμα σκατουλί, ανακάλυψε κάτι απροσδόκητο: μια αίσθηση συντροφικότητας και ανθεκτικότητας που ξεπερνούσε τα όρια του χρόνου και του χώρου. Η αγάπη! Ήταν η αγάπη. Δεν ήταν η οδοντόβουρτσα. Ήταν η αγάπη κι αυτή τη φορά δεν άργησε καθόλου. Ούτε μια μέρα! Έτσι νόμιζε η Αγκάθα. Ναι, καλέ, ήταν η αγάπη. Η Αγάπη!

Καθώς οι μέρες περνούσαν και η Αγκάθα προσαρμόστηκε στη νέα της πραγματικότητα, συνειδητοποίησε ότι η ζωή δεν ήταν να ελέγχει κάθε λεπτομέρεια, αλλά να αγκαλιάζει την αβεβαιότητα και να βρίσκει δύναμη μπροστά στις αντιξοότητες. Αγόραζε κάθε μέρα οδοντόβουρτσες και τις άφηνε με τα σάλια της στητές στα καθίσματα των αστικών λεωφορείων που χρησιμοποιούσε. Έκανε μεγάλο στοκ από παλιές εφημερίδες ναυτιλιακών και χρηματιστηριακών θεμάτων που σκορπούσε σε κάθε γωνιά του άλλοτε τακτοποιημένου σπιτιού της. Αγόρασε έναν εξομολόγο και τον έστησε να τους διαβάζει όταν καθόντουσαν σαν οικογένεια να φάνε το ζεστό φαγάκι τους. Και παρόλο που μπορεί να έχασε την αγαπημένη της οδοντόβουρτσα και την εφημερίδα της Παρασκευής για τον μπαμπά από τη Σιγκαπούρη - από τις ασυγχώρητες ιδιοτροπίες της μοίρας φυσικά, δεν έφταιγε εκείνη - κέρδισε κάτι πολύ πιο πολύτιμο: μια νέα εκτίμηση για την απρόβλεπτη φύση της ύπαρξης και την ανθεκτικότητα του ανθρώπινου πνεύματος. Ή και όχι. Στο τέλος η αγάπη πάντα επικρατεί. Over.

Post Όφις ή Τα @γγελικά πλασμένα Χέλια (να σου πιούν το αίμα)

post office and one snake with a lot of letters and stamps and some post men like in a microcosm peace nature in the sty...

Είναι ωραίο αυτό που κάνεις, αυτό που φοράς, αυτό που επιδεικνύεις, αυτή η έλλειψη φαντασίας σου και η προβολή του καθημερινού γυαλιστερού τόσο προσωπικού τίποτα σου, όμως εμένα με κάνει να σε σιχαίνομαι. Κι άλλη τηλεόραση πιο μεγάλη, κι άλλα όνειρα πιο μακρινά, κι όλα με μια συσκευή μικρότερη κι από πουλί στο χέρι, ναι σε σιχαίνομαι. Όπως και τις τεράστιες συσκευασίες έξω απ' τα σπίτια σου, τα καλώδια που υποστηρίζουν κάθε λειτουργία σου, όπως εσένα σαν ένα κομμάτι του πλαστικού πύργου από χαρτιά μιας τράπουλας ταρώ από πασάδες, σουλτάνους και χανούμισσες. Κάθε επένδυση ενάντια στο φύσημα του αγέρα και κάθε χαρτάκι με σημειώσεις γεμάτο με λίστες - τι να κάνεις που κάνανε κι οι άλλοι, τόση φθήνια μέσα στη ζωή σου.

Το 2024 ήδη μέσα στον πρώτο του μήνα απέδειξε ότι και Θεός υπάρχει και το βασιλιά με τη νύφη του θα σώσει. Κι ας ασχολούνται όλοι με κείνη την καφρική πρώην βασίλισσα που πήγαινε με τον άραβα κι άφησε το δικό μας το παιδί να ψάχνει καμήλες. Ναι, υπάρχει κι έσωσε τ' αρχίδι του βασιλιά και τον κώλο της πριγκίπισσας. Σε άλλα νέα, ο κυρ Όθων, έφυγε ξαφνικά στα 78 του κι άφησε το διαμέρισμα στον ημιώροφο, άδειο χωρίς αυτόν αλλά τίγκα στα αντικείμενα. Δεν πήρε πολλές μέρες και τα πράγματα του Όθων άλλαξαν χέρια, για την ακρίβεια έγιναν ιπτάμενα και μετά φορτώθηκαν σ' ένα αγροτικό κι άφησαν το σπίτι αδειανό κι έτοιμο για ενοικιοστάσιο. Τον τιμήσανε όμως γιατί γέμισε η γειτονιά με χαρτιά για τα σαράντα του. Τι τύχη να σου πεθάνει ο άλλος πριν τον εκτιμώμενο χρόνο και να σου 'χει αφήσει κι ένα σπίτι να εκμεταλλευτείς στη συμπρωτεύουσα. Λες και δεν πετάνε τα χρόνια απ' τα 25 στα 50 με ένα τσαφ, μια κλανιά, ένα μεθύσι - το μόνο που μετριέται είναι οι δόσεις των δανείων και των διατροφών, τα μερτικά των άλλων στο χρόνο το δικό σου. Κι εσύ να συνεχίσεις. Είναι σημαντικό να έχεις αρχές. Να ψηφίζεις από πάππου προς πάππου το συμφέρον σου.

Υπάρχει όμως ελπίδα για ένα λευκότερο αύριο. Ας γίνουμε όλοι σαν τον χασάπη της γειτονιάς, αυτή είναι η λύση. Ανέμελο βλέμμα, νεκρό, σκατένιο, συνήθως πίσω από το βρώμικο τζάμι. Από τις έξι το πρωί στο μαγαζί. Να περνάει ξανά τον κιμά που δεν πούλησε εχθές, που έκανε το ίδιο κι εχθές, να μην τον δουν οι περαστικοί, αυτοί που ποτέ δεν αγοράζουν από εκεί. Μαζί του μόνο η μηχανή που παρκάρει κάθετα και καταλαμβάνει σχεδόν τέσσερις θέσεις με τη βοήθεια μερικών χαρτόκουτων αλλά και ο πατέρας που του αγόρασε το μαγαζί για να μην έχει ενοίκια και μερικές φορές η σύζυγος - το ίδιο άσχημο, κενό βλέμμα, νεκρή κι αυτή, ριγμένη στη διπλανή λευκή πλαστική καρέκλα να ατενίζει τους περαστικούς. Κάποια στιγμή θα βγάλει μια χειρόγραφη επιγραφή πάνω στο τζάμι για να ευχαριστήσει τη γειτονιά για την πολύχρονη εμπιστοσύνη. Ποια; Τότε όλοι θα μπουν μέσα να του ευχηθούν καλή σύνταξη. Τα μαθηματικά λένε ότι πρέπει να ζήσει μέχρι τα 186 του χρόνια για να ισοφαρίσει όσα πλήρωσε με αυτά που θα βγάλει από τη μηνιαία πίστωση δημοσίου στο λογαριασμό του. Όμως θα εξετέλεσε το ιερό καθήκον στο κράτος, στην εκκλησία, στην οικογένεια, στη γειτονιά και στο Θεό που πάνω είναι και όλα τα βλέπει και όλα τα μαχαιρώνει. Όσο αναφορά τα κέρδη... κοκαλάκια στο πεζοδρόμιο για τα περαστικά σκυλάκια. Το παιδί του μπαμπά του και ο άντρας της γυναίκας του, μεγάλωσε κι έγινε κι αυτός συνταξιούχος από ελεύθερος επαγγελματίας. Να έχει να γραφεί κάτι στο μελλοντικό κηδειόχαρτο.Ηλίθιος ετών 69, με επάγγελμα, συγγενείς και μια κάσα κλειστή στο δευτερόλεπτο. Εσύ μη τα βλέπεις αυτά, δεν είσαι αυτός / αυτή / αυτό που θα αλλάξει τον κόσμο;

Από την άλλη ποτέ δεν είναι αργά να γίνεις αγρότης. Έτσι θα μπορείς κι εσύ να συμπεριλαμβάνεσαι στην πρόταση "Δεν είναι όλοι μεγαλοαγρότες βρε παιδί μου" και να κλείνεις δρόμους, να παίρνεις επιδοτήσεις και να έχεις εργάτες που δεν τους βάζεις ούτε το εργόσημο και οι καημένοι μέσα στο κρύο και τη ζέστη βγάζουν το μεροκάματο. Ίσως και κάτι παραπάνω γιατί εσύ δεν είσαι σαν τους άλλους. Μερικοί λοιπόν κοιμούνται πάνω στα ίδια τα τελάρα που μαζεύουν τις ελιές και τα ζαρζαβατικά. Άλλοι αναλαμβάνουν πιο δύσκολα χρέη, για παράδειγμα να εκδίδουν ανήλικα, ενίοτε και την κόρη του αφεντικού. Τα δύσκολα και τα επικίνδυνα μόνο σε Πακιστανούς. Ακόμα κι αν είσαι κρητίκαρος εσύ. Για την τιμή σου, αυτοκτονείς κιόλας. Όχι την πρώτη φορά, όχι την όγδοη, όχι την εικοστή που η δεκαπεντάχρονη κόρη σου συνουσιάστηκε χωρίς τη θέληση της αλλά εσύ και η μανούλα δεν το καταλάβατε, μόνο λίγο πριν γίνει βούκινο σ' όλο τ' ορεινό χωριό σας. Και φυσικά πως του ήρθε του δικηγόρου της μανούλας να πει πριν τον ρωτήσει ουδείς και ουδεμία, μα δεν πρόκειται για μαστροπεία! Αλλά τα μπλόκα έχουν κι ευλογίες. Τόσο των παπάδων που βρήκαν συμμάχους στον αγώνα κατά το γάμο των ομόφυλων όσο και στους νέους που βρήκαν εχθρούς στον ιδιωτικό τομέα εκπαίδευσης. Εκεί που οι μεν πρώτοι είναι πραγματικά πρώτοι στις σχέσεις (είναι κι εύκολο με τα μάξι φορέματα και την αντρίλα που κρύβουν τα ράσα καταπίεσης) αλλά όχι στους γάμους για ευνόητους λόγους, ενώ οι δεύτεροι σε λίγο καιρό θα προσκυνάνε για τον κατώτατο μισθό με άγραφες υπερωρίες και τσιμπούκια για ένα πρόγραμμα ΟΑΕΔ (λέγε με καλέ μου πια ΔΥΠΑ, άλλαξε) που ο εργοδότης δεν κάνει τίποτα και τον συμφέρει. Στο μέρος που εκπαιδεύονται "άνθρωποι" 16 χρόνια για να βρουν μια δουλειά αλλά ούτε ένα λεπτό για να γίνουν γονείς. Δεν είναι αργά για να γίνεις αγρότης, είναι αργότερα να γίνεις άνθρωπος.

Όμως γιατί να μην γίνεις κιθαρίστας; Είναι ένα επάγγελμα σαν όλα τα άλλα. Δες για παράδειγμα τον Kerry τον King. Μιξοκλαίγεται σαν κοριτσάκι που του πήρανε το ζαχαρωτό γιατί ο Tom ο Araya δεν τον πήρε ένα τηλέφωνο, ούτε ένα τεξτ δεν του έστειλε, λέει στο τεράστιο περιοδικό των αντρών που ξέρουν από καλή δυνατή και βαριά μουσική, το Kerrang. Ο ίδιος δεν προσπάθησε, ήταν πληγωμένος. Κι έτσι ότι ξέμεινε από τον τελευταίο δίσκο και δεν το ήθελε ο άλλος που δεν του έστειλε ούτε ένα μήνυμα, έγινε από μόνο του προκαταβολικά και χιτ και μις μαζί. Στη συνέχεια πήρε να δηλώνει ότι εκτός από βασικότατος κιθαρίστας ήταν και ο μπασίστας στα άλμπουμ. Πω, ρε φίλε! Και το 'χαμε καταλάβει! Μην κάνεις κι εσύ ρε Tom σαν τον φαρμακοποιό που έχασε καμιά κατοστάρα κιλά κι άρχισε να φωτογραφίζεται σε σκάλες και καρέκλες ανάποδα όταν έχει εφημερία, πάρε τηλέφωνο γιατί ποτέ δεν ξες πότε θα συναντήσεις τον Παντέλω τον Παντελίδη κι εσύ. Γιατί αν κάτι είναι σίγουρο είναι ότι η καλή η πεθερά ξέρει από μοκέτες και όλα τα είδη πρωκτός. 

Πρόσφατα επιτέλους μετά από χρόνια αναζήτησης στον Ταύγετο και το Καϊμακτσαλάν βρήκα τρόπο να αντιμετωπίσω την ατμοσφαιρική μόλυνση και θέλω να το μοιραστώ κι αυτό όπως και τα χρέη μου μαζί σου. Έβαλα στην εφαρμογή κάπου στη μέση των πόλεων που παρακολουθώ το Νέο Δελχί. Σοφή επιλογή, γιατί και μπροστά στην ώρα είναι, άρα πάντα έχει υψηλότερη θερμοκρασία (βλέπω εγώ τα τριαντάρια την άνοιξη και δροσίζομαι που έχουμε είκοσι εννέα) και πάντα στα κόκκινα και τα εκατοπενηντάρια στην ποιότητα αέρα έχει. Ανοίγω το παράθυρο και εισπνέω χαμογελώντας τα μικροσωματίδια τα δικά μας, τα κατά δέκα τοις εκατό χαμηλότερα από το Νέο Δελχί. Πφ... Σαν τη Χαλκιδική δεν είχε, έχει και δεν θα ματά έχει, το έλεγε κι ο μέγας μάλαξ ο Αλέξανδρος. Ίσως. Κι ας είναι γεμάτοι με μασκοφόρους του παλιού ιού με πλαστικό μετάλλιο στο χέρι γεμάτο εσπρέσο λάτε κορτάντο μακιάτο αν και φερμέντεντ με διασπώμενο και ελάχιστο μασώμενο καλαμάκι. Καλύτερα να πας για σουβλάκι όπως ο πρόεδρος με τον φίλο του στην καλύτερη καντίνα της παραλιακής κι ακόμα παραπέρα. Αν δεν έχεις στόχο να ξεπεράσεις στην ηλιθιότητα εκείνον τον Έλλην Οικολόγο, που είχε καταδικαστεί σε κάθειρξη 37 χρόνων για καταπάτηση χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων, τότε μην προσπαθήσεις καν. Έλα να το πάρεις εσύ, τεράστιο σουβλάκι - στη μισή τιμή. Αγάπη, Μόλυνση και Σουβλάκι. Τσικνοπέμπτη κάθε μέρα.

Είναι εύκολο και για σένα ακόμα να συμμετέχεις απαξιωτικά σε συζητήσεις με οποιοδήποτε θέμα. Α. αν είναι κάτι που δεν καταλαβαίνεις, αναφέρεις με στόμφο... τι παραλήρημα είναι αυτό! (δεν περιμένεις απάντηση, ξεκάθαρα δεν πρέπει να αφήσεις ανοιχτή τη συζήτηση γιατί θα εκτεθείς) Β. αυτό είναι δοκίμιο! (αμέσως αλλάζεις θέμα γιατί δεν σε ενδιαφέρει καθόλου και προτιμάς κάθε στιγμή της ημέρας ένα γιαουρτάκι ελαφρύ με χαμηλά λιπαρά να συνοδεύει το καραμανλίδικο λουκάνικο σου).

Να φτιάξεις το νέο; Καλύτερα να αντιγράψεις το παλιότερο. Υπάρχει τεράστιο στοκ ιδεών. Που να τρέχεις τώρα. Τόσα ξεμείναν στο ράφι, γεροντοκόρες ιδέες και απούλητα σκατά. Με το κατάλληλο μάρκετινγκ δεν θα μυρίζουν άσχημα. Θα πουλήσουν γρήγορα και μετά βουρ στον επόμενο πατσά. Σε μια ήπειρο πανηγύρι με μπλόκα αγροτο-καρναβαλιστών το σίγουρο είναι ότι η κεραμική εστία δεn μαγειρεύει καλύτερα, δεν καθαρίζει καλύτερα, δεν είναι αντικειμενικά πιο όμορφη, δεν δεν δεν... Θα σου συστηθώ ως εκπρόσωπος Συνασπισμού για την Προώθηση του Θορύβου στα Όμορα (ή μωρά) Κράτη. Δεν έχεις κάποιο θέμα να με δεχθείς στην εντοιχισμένη κουζίνα σου, έχεις; Εδώ αποδέχτηκες, ασπάστηκες και προσκύνησες μυριάδες Χριστιανικά Ούφο, θα κωλώσεις σ' έναν φόνο εκ προμελέτης που είναι και εκ περιτροπής;

Μέχρι τώρα να έχεις ζήσει όπως σου ζήτησαν, με τον απλό, λειτουργικό τους τρόπο... τον σκουληκίσιο. Δεν πιστεύεις πια ότι είσαι ένας οργισμένος, το ξες ότι είσαι ένας βλαμμένος. Σήκωνε τηλέφωνα. Περίμενε. Πήγαινε επισκέψεις. Κάνε δώρα. Να είσαι ευγενικός. Μη ζητάς. Ζητιάνεψε. Πάρε ότι σου δώσουν. Ήλπιζε. Ημι-ζήσε. Ήδη έχεις πρωθυπουργό που γλίτωσε τη βόμβα. Για πάντα πολιτικό πρόβατο, επέλεξε να φας με τη μαμά του / της άλλου αντί για το θέατρο. Κορόιδεψε αντί να συζητήσεις. Μάθε αγγλικά για να μπεις στο δημόσιο. Πες τον πατερούλη να σε βάλει στη δουλειά του θείου. Ζήτα επιδόματα. Ζήτα κι άλλα επιδόματα. Πάρε από τους συγγενείς. Πάρε... Φάε... Ζήτα... Ζεις!

nada

ξες... κάποιος θα μπορούσε να πει (το μόνο εύκολο πάντα κάποιος να κάνει αντίλογο), μα καλά, δουλειά αυτών είναι να εναντιωθούν; δουλειά τους είναι να κάνουν κάτι; αυτοί ας φτιάξουν τις μουσικές τους - ας κάνουν τις πιτσιλιές τους - ας γράψουν κάνα ποίημα - κι ας αφήσουν χώρο στους πολιτικούς να φτιάξουν τα πράγματα. ας ψηφίσουν ότι θέλουν και μετά ας κάνουν ότι λέει ο δημοκρατικός λαός (μας). // και φυσικά, μπορεί έλλην, και μοναδικός εκ των δυο, νομπελίστας να μη μιλούσε, αυτό από μόνο του δεν γίνεται λήμμα σε ψηφιακή εγκυκλοπαίδεια ότι πάσας γραφιάς μένει μουγγός και χαζός; // κι όσο ο αντίλογος συνεχίζεται, και ποιοι τους ακούν αυτούς μωρέ; τους έγραψε καμιά εφημερίδα τύπου [G]lifo; είναι στις τάσεις; τους ξέρει ή τους αποκήρυξε κι η μάνα τους; // ποιος συμβολαιογράφος έχει διαθήκη στα μέτρα τους; // να σ' αφήσουν στην άκρη. // ούτε καν στο ράφι. // εκεί μπορεί ν' απλωθεί κάποια στιγμή κάνα χέρι και να πιάσει τη μολότοφ του ήχου - των λέξεων αλλά όχι της εικόνας, αυτή η εικόνα έπαψε πια να μπορεί να γίνει επαναστατική, δεν μπορεί να σκάσει στα χέρια των δικολάβων - των δοσίλογων - των Δημητράδων (αυτών που μ' ένα Αλέξη κάνουν πεσκέσι στο αύριο). // πόσο γελοίο ακούγεται να πρέπει ο δημιουργός των τεχνών να σταθεί όρθιος, μια που αρκετοί εξ αυτών γνωρίζουν το οκλαδόν ή το πρηνηδόν μόνο εξ ακοής. // πως να πάρουν φόρα για να φτάσουν στον ουρανό; // πως να μιλήσουν στο κοινό όταν το προσκυνάνε; είναι συνετό να κάνεις μουσική πρώτα ή μετά τις γνωριμίες; // καλύτερα να φτιάξεις τα χρώματά σου ή τους φίλους σου; // τελικά τα δίχτυα της δικτύωσης τους χωράνε όλους, σιωπηλούς και μουγκούς. // κι ας νιώθουν οι ελάχιστοι δυσλειτουργικοί. έτσι πάει... // αλλιώς θα τα έκανες όλα στις κοινόχρηστες τουαλέτες. // αναρωτιέσαι σε κείνο το πανηγυράκι με πρώτο τον Καραγκιόζη πόσοι χωρέσανε; // καλέ... // όλα τα μιλιούνια κι ακόμα περισσότερα. // γι' αυτό κανείς δε μιλάει; // γι' αυτό οι άνθρωποι της τέχνης μείνανε στα εγκαίνια, στα μπαράκια και κάτω από τη στέγη να μη βραχούν. // δε βράζουν. // δεν έχουν αίμα.//  έχουν κρυπτο-αίμα. δεν έχουν έμπνευση. // έχουν σκρολο-έμπνευση. // ανήκουν