Δευτέρα 15 Απριλίου 2024

τοπ χιτς φορ έβερ

μια στεναχώρια όπου γυρίσω το βλέμμα μου και προσπαθώ να μην με αποσπώ από τον ουρανό. σε κάθε βόλτα βρέφη έπαθλα και φωτογραφίες ανά δευτερόλεπτο... επαναλήψεις δημοσιογράφων που έλκονται από μια ευρωπαϊκή καρέκλα... από αφρικανικές βίζιτες... από ηλεκτρικά αυτοκίνητα σε τρύπιους δρόμους. στεναχώρια που έχει ζέστη κανένα τρίμηνο νωρίτερα από το αναμενόμενο. να μαθαίνεις να μην περιμένεις, να μαθαίνεις να μην ελπίζεις, να μαθαίνεις ότι κάποιος άλλος ξέρει. εν τω μεταξύ... πρώτον. κούρσα με ταξί 4χλμ πήγε στα πρωτοφανή επίπεδα των 8ευρώ δίχως κίνηση και κλέψιμο και δεύτερον. επίσης σε πρωτοφανή για την εποχή επίπεδα βρίσκεται πια μόνιμα η θερμοκρασία στην επιφάνεια της θάλασσας. την πρώτη περίπτωση δεν μπορείς να τη συζητήσεις γιατί η επαγγελματίας οδηγός μιλάει με φίλη της που έχει οικογενειακά προβλήματα καθ' όλη τη διάρκεια της κούρσας. τη δεύτερη περίπτωση όταν πας να τη φέρεις στο προσκήνιο μαθαίνεις με αποκαλυπτικό τρόπο ότι προκαλούν συννεφιές με τους ψεκασμούς και οι συννεφιές κρατούν τις υψηλές θερμοκρασίες χαμηλά, στο έδαφος και στην επιφάνεια της θάλασσας και φυσικό είναι να ανεβαίνουν οι θερμοκρασίες παντού! η αποκάλυψη ολοκληρώνεται με το πατρόν τύπου: "τι δεν καταλαβαίνετε όλοι σας με την δήθεν κλιματική αλλαγή;" μερικές φορές αναρωτιέμαι, πόσο εύκολα διαρρέουν τα στοιχεία μου εδώ κι εκεί, για το εκεί είμαι σχεδόν σίγουρος, παίρνει λιγότερο από μια ώρα... μια φορά να πατήσεις σκατά θα τα μυρίζεις για πάντα, στον κόσμο των εμφυλίων, των υποκριτών, στο κόσμο σου να περνάς σκατά.

Top Hits '88 (1988, Vinyl) - Discogs

ψιτ... φωνάζει εκείνος ο μαυριδερός κοντός φαλακρός και νεότερος συγγενής μου, χιτ... μου έρχεται στο μυαλό - βασικά εκείνα τα πολλά ποιοτικά Top Hits '84-'89 που είχαν αξία σαν Χριστουγεννιάτικο δώρο δίχως προσωπικότητα, τσακ - μπαμ τελειώσαμε με τον Άι Βασίλη, φέρτε τα σπληνάντερα τώρα... κουνάω το κεφάλι, διώχνω τη συννεφιά σκόνης και προχωρώ απειλητικά προς αυτόν ενώ γελάω με το χακί μπλουζάκι North Face, την κίτρινα τσάντα North Face, τα μπλέ παπούτσια North Face και τη φάτσα του αριστερού ζηλωτή... νοίκιασα το σπίτι χίλια πεντακόσια το μήνα και χρωστάω δώδεκα μισό χιλιάδες, η μαμά και ο μπαμπάς δεν έχουν, τις καλλιέργειες τις παράτησα, λεφτά δεν έχω, θα πάω στο Marrakesh από 'βδομάδα... τόση πληροφορία με έκαψε, αλλάζω κασέτα και προχωρώ. κάνω αίτηση ηλεκτρονικά για να πάρω μια απλή βεβαίωση κατοικίας με επισύναψη προς το δημόσιο ένα χαρτί του δημοσίου (εφορίας), το δημόσιο με καλεί (στο σταθερό!) για να ζητήσει ταυτοποίηση με ένα χαρτί παροχής ρεύματος από ιδιώτη. επόμενη κασέτα... βρίσκομαι σε αίθουσα αναμονής ιατρείου, βγαίνει ο υπερήλικος σύζυγος ζαλισμένος από την ένεση, η λιγότερο υπερήλικη σύζυγος τον κοροϊδεύει και αφού δεν τον βοηθάει καν να καθίσει εισέρχεται με στόμφο για τη δική της εξέταση, σε λίγο βγαίνει και δηλώνει θριαμβευτικά ότι έχει κάποια τσιμπήματα στην καρδιά, βγαίνουν γιατροί - νοσοκόμες - ντελιβεράδες - λοιποί ασθενείς - ο υπερήλικος σύζυγος - ένας γιος και η γραμματέας, αυτή συνεχίζει "με τσιμπάει" εδώ, καλούν τραυματιοφορέα, έρχεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα μέσα σε δεκαπέντε λεπτά και χωρίς φρέντο στο χέρι, καλύτερα είμαι λέει η όχι και τόσο υπερήλικη σύζυγος "μην με αγχώνεται με αυτή την καρέκλα". άλλη πλευρά της ίδιας κασέτας... γνωστός από τα ένδοξα χρόνια της μουσικής αλητείας διαμαρτύρεται γιατί επί δύο χρόνια ο λογιστής του κάνει λάθη και πληρώνει περισσότερο φόρο, σε λίγο θα γυρίσει να πάρει μερικά κεράσματα για τον λογιστή του όταν του πει πόσα γλίτωσε/έκλεψε παρόλο το λάθος γιατί είχε προνοήσει να κάνει άλλα λάθη εις όφελος του πελάτη του. η κασέτα δεν μασάει, συνεχίζει ακάθεκτη και στην ηλεκτρονική εποχή, in the year 2525!

Πέμπτη 7 Μαρτίου 2024

Αγκάθ(ι)α

από 'δω θα φάνε κι άλλοι... προσοχή και στο δικό σου ρεύμα γιατί πάντα θα υπάρχει κι ο άλλος που θα 'ρχεται ανάποδα... στο δικό σου ρεύμα... δεν υπάρχει δικό σου ρεύμα... μόνο αυτό που πληρώνεις στο λογαριασμό σου... με ποσοστό +10% για τις ρευματοκλοπές των άλλων... the others... μας κάνατε κακό. // ή αλλιώς: Η ιστορία αυτής που δεν έχασε τίποτα. Ποτέ. Τίποτις.

Στην πολυσύχναστη καρδιά μιας ελληνικής μητρόπολης, μέσα στη χαοτική συμφωνία του κορναρίσματος και του πολυσύχναστου πλήθους, ζούσε μια γυναίκα ονόματι Αγκάθα. Δίπλα της περνούσαν ιερωμένοι με φίδια στον κόρφο τους και μερικές καλόγριες που πουλούσαν μανταλάκια από τίμιο ξύλο. Ήταν η επιτομή του ελέγχου, η ζωή της οργανωμένη σχολαστικά, το περιβάλλον της σχολαστικότερα συντηρημένο. Από το άψογο σπίτι της μέχρι τα τέλεια βαλμένα μαλλιά της, η Αγκάθα ήταν η ενσάρκωση της τάξης σε έναν κόσμο που βρισκόταν στα όρια του χάους.

Για χρόνια, η Αγκάθα περιηγήθηκε στη ζωή με την ακρίβεια ενός Ελβετού ωρολογοποιού. Βρέθηκε σε διάφορες πόλεις, μέχρι και σε μέρη χωρίς ήλιο, εκεί που τα πουλιά πετάνε ανάποδα και οι τηλεοράσεις σταματούν το πρόγραμμά τους μετά τις δέκα το βράδυ. Τίποτα δεν ξέφυγε από την αντίληψή της. Ήταν η κυρίαρχη της επικράτειάς της, κυβερνώντας την με μια σιδερογροθιά τυλιγμένη σε ένα βελούδινο γάντι. Κάθε λεπτομέρεια της ύπαρξής της ήταν προσεκτικά επιμελημένη, κάθε ενδεχόμενο είχε προγραμματιστεί και επανεξεταστεί με ακόμα μεγαλύτερη λεπτομέρεια. Δεν είχε γνωρίσει ποτέ την απώλεια, ποτέ δεν είχε βιώσει την πικρή γεύση της αποτυχίας. Αλλά η μοίρα, όπως φάνηκε, είχε άλλα σχέδια τη στιγμή που μια γάτα επιτέθηκε σε ένα μικρό και άμυαλο ποντιακό σκυλί.

Ήταν μια φαινομενικά συνηθισμένη μέρα όταν ο προσεκτικά κατασκευασμένος κόσμος της Αγκάθα αναστατώθηκε από μια δύναμη πέρα από την κατανόησή της. Καθώς έκανε την πρωινή της ρουτίνα, βουρτσίζοντας σχολαστικά τα δόντια της με την αξιόπιστη οδοντόβουρτσά της και μελετώντας την πρωινή εφημερίδα, μια ξαφνική αναστάτωση ταρακούνησε τον ίδιο τον ιστό της πραγματικότητας. Τα σύμπαντα αναμίχθηκαν σαν τα υλικά για ένα στρούντελ. Με ένα εκκωφαντικό βρυχηθμό, μια στροβιλιζόμενη δίνη σκότους τύλιξε την Αγκάθα, αποσπώντας την από το γνώριμο περιβάλλον της και σπρώχνοντάς την στα άγνωστα βάθη του χρόνου και του χώρου. Πανικός κατέλαβε την καρδιά της καθώς έπεφτε στο κενό, με την σχολαστικά σχεδιασμένη ύπαρξή της να ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια της. Αισθάνθηκε σαν οι μυρωδιές εκατοντάδων επιβατών σε λεωφορείο που έχουν έλλειψη τρεχούμενου νερού να της επιτίθεντο.

Όταν τελικά η Αγκάθα βγήκε από τη δίνη, βρέθηκε σε έναν κόσμο οικείο και εξωγήινο. Οι δρόμοι της ελληνικής πόλης απλώνονταν μπροστά της, αλλά αμαυρώθηκαν από το πέρασμα του χρόνου. Τα κτίρια που κάποτε στέκονταν ψηλά, τώρα κείτονταν σε ερείπια, οι ερειπωμένες προσόψεις τους μαρτυρούν τη φθορά του χρόνου. Μια εκκλησία άνοιγε τις πύλες της για να μπει μέσα ένα θωρακισμένο όχημα χρηματαποστολών. Δυο αλλοδαποί στεκόντουσαν με τεράστια δυσκολία και κύρτωναν κάτω από το βάρος των ανοιχτών τηλεοράσεων που κρατούσαν. Από εκείνες ένας μαλθακός ερημίτης δασκάλευε το ποίμνιο πως να φτιάξει χορτόπιτα με αποτσίγαρα.

Η σύγχυση και ο φόβος τράβηξαν το μυαλό της Αγκάθα καθώς σκόνταψε μέσα στο ερημικό τοπίο, με την κάποτε παρθένα ενδυμασία της τώρα σκισμένη και κουρελιασμένη. Όπου κι αν κοίταξε, είδε σημάδια φθοράς και καταστροφής, μια έντονη αντίθεση με τον τακτοποιημένο κόσμο που είχε αφήσει πίσω της. Λύγισε, όμως στη στιγμή αυτοχαστουκίστηκε, τσίμπησε το δεξί σφιχτό κωλομέρι και άφησε μια μικρή πορδή. Ο φόβος είχε φύγει. Ήταν και πάλι κυρίαρχος του γαλαξία, του μασούτη και του σκλαβενίτη μαζί. Ήταν η σούπερ γυναίκα που τα πάντα κανονίζει, όλοι την έχουν ανάγκη, αυτή δεν έχει ανάγκη κανέναν και γιορτάζει κιόλας άμα γουστάρει σήμερα.

Καθώς όμως η Αγκάθα περιπλανιόταν στους έρημους δρόμους, άρχισε να συνειδητοποιεί την έκταση της δύσκολης θέσης της. Ο χρόνος, φαινόταν, της είχε κάνει ένα σκληρό τέχνασμα, βυθίζοντάς την σε έναν κόσμο που είχε περάσει προ πολλού. Τόσο οικείο σαν μια πόλη που έπλενε πιάτα με τα χέρια για επτά χρόνια αλλά και παράλληλα τόσο ξένο σαν το χωριό του πατέρα χωρίς τουρίστες. Και στο πέρασμά αυτών των αλλόκοτων συμπάντων και στιγμών, κάτι της είχε πάρει το πιο πολύτιμο αντικείμενο εκείνης της ώρας μαζί με το δώρο προς τον πατέρα της: την οδοντόβουρτσά της και την πρωινή εφημερίδα με τα ναυτιλιακά νέα της προηγούμενης εβδομάδας από τη Σιγκαπούρη, ὠϊμέ!

Η απόγνωση οδήγησε την Αγκάθα προς τα εμπρός καθώς έψαχνε να βρει έναν τρόπο να κατανοήσει τη νέα της πραγματικότητα. Αλλά όσο και να προσπαθούσε, δεν βρήκε παρηγοριά στα ερείπια του παρελθόντος. Η κάποτε ακλόνητη αυτοπεποίθησή της κλονίστηκε, αντικαταστάθηκε από μια υφέρπουσα αίσθηση αμφιβολίας και αβεβαιότητας. Τα συντρίμμια άρχιζαν να σχηματίζουν μια εξωτερική τουαλέτα για την οποία αισθάνθηκε την ανάγκη να μπει και να την καθαρίσει με τα υγρά μαντηλάκια που πάντα είχε στην τσέπη του επώνυμου μπουφάν της. Γιαπωνέζικη αισθητική μέσα σε ρωμαϊκά κιούπια ξεχειλισμένα από μικροοργανισμούς που χαρακτηρίζονται και ως: μύκητες · μικροφύκη · πρωτόζωα · βακτήρια · μαλακίες.

Μέσα στην απελπισία της, η Αγκάθα σκόνταψε σε ένα ασθενοφόρο νοσοκομείου, με τις πόρτες του να στέκονται ανοιχτές σαν φάρος ελπίδας στο σκοτάδι. Με χέρια που έτρεμαν, μπήκε στο όχημα κι από εκεί πέρασε στο εσωτερικό που ήταν το ίδιο με ένα γνώριμο και φιλικό νοσοκομείο. Με την καρδιά της να χτυπά δυνατά στο στήθος της άρχισε να περπατάει στα τέσσερα για σιγουριά. Μέσα, βρήκε μια ομάδα κουρασμένων επιζώντων, με τα πρόσωπά τους τραβηγμένα και καταβεβλημένα και παραδίπλα μια παρέα ενενηντάρηδων που άρχισαν να τις εξιστορούν φωνάζοντας τη λειτουργία των καθετήρων τους.

Καθώς η Αγκάθα τους πλησίασε για να τους γλιτώσει από μελλοντικές παθήσεις των λαιμών τους, αντιμετώπισε επιφυλακτικά βλέμματα και ψιθυριστές συζητήσεις. Όμως, παρά την αρχική τους σύλληψη, οι επιζώντες την καλωσόρισαν τελικά ανάμεσά τους, προσφέροντάς της τη λίγη παρηγοριά που μπορούσαν μπροστά στην αβεβαιότητα. Ένα σακουλάκι με χθεσινά ούρα ο ένας, μια κατουρημένη παλιά διαθήκη ο άλλος και τρεις μπατονέτες αγνώστου προηγούμενης χρήσης μια χαιρέκακη κυρία ντυμένη στα σιέλ. Δεν είχαν και κάτι να χάσουν. Όσος χρόνος απέμεινε θα γινόταν σύντομα δωρεά στα παιδιά των χαμένων Ελλήνων αστροναυτών.

Και έτσι, η Αγκάθα βρέθηκε ανάμεσα σε αγνώστους, ο προσεκτικά ελεγχόμενος κόσμος της γκρεμίστηκε από δυνάμεις που ήταν πέρα από τον έλεγχό της. Το δουκάτο της γέμισε λάσπες κι ακαθαρσίες που οι συγκάτοικοι θα έφερναν αβίαστα μέσα στο σπίτι, πάνω στα χαλιά, δίπλα στο κρεβάτι, παραδίπλα από το κομοδίνο που έχει τα βρακάκια της. Αλλά μέσα στο χάος, σε αυτό που τώρα είχε χρώμα σκατουλί, ανακάλυψε κάτι απροσδόκητο: μια αίσθηση συντροφικότητας και ανθεκτικότητας που ξεπερνούσε τα όρια του χρόνου και του χώρου. Η αγάπη! Ήταν η αγάπη. Δεν ήταν η οδοντόβουρτσα. Ήταν η αγάπη κι αυτή τη φορά δεν άργησε καθόλου. Ούτε μια μέρα! Έτσι νόμιζε η Αγκάθα. Ναι, καλέ, ήταν η αγάπη. Η Αγάπη!

Καθώς οι μέρες περνούσαν και η Αγκάθα προσαρμόστηκε στη νέα της πραγματικότητα, συνειδητοποίησε ότι η ζωή δεν ήταν να ελέγχει κάθε λεπτομέρεια, αλλά να αγκαλιάζει την αβεβαιότητα και να βρίσκει δύναμη μπροστά στις αντιξοότητες. Αγόραζε κάθε μέρα οδοντόβουρτσες και τις άφηνε με τα σάλια της στητές στα καθίσματα των αστικών λεωφορείων που χρησιμοποιούσε. Έκανε μεγάλο στοκ από παλιές εφημερίδες ναυτιλιακών και χρηματιστηριακών θεμάτων που σκορπούσε σε κάθε γωνιά του άλλοτε τακτοποιημένου σπιτιού της. Αγόρασε έναν εξομολόγο και τον έστησε να τους διαβάζει όταν καθόντουσαν σαν οικογένεια να φάνε το ζεστό φαγάκι τους. Και παρόλο που μπορεί να έχασε την αγαπημένη της οδοντόβουρτσα και την εφημερίδα της Παρασκευής για τον μπαμπά από τη Σιγκαπούρη - από τις ασυγχώρητες ιδιοτροπίες της μοίρας φυσικά, δεν έφταιγε εκείνη - κέρδισε κάτι πολύ πιο πολύτιμο: μια νέα εκτίμηση για την απρόβλεπτη φύση της ύπαρξης και την ανθεκτικότητα του ανθρώπινου πνεύματος. Ή και όχι. Στο τέλος η αγάπη πάντα επικρατεί. Over.

Post Όφις ή Τα @γγελικά πλασμένα Χέλια (να σου πιούν το αίμα)

post office and one snake with a lot of letters and stamps and some post men like in a microcosm peace nature in the sty...

Είναι ωραίο αυτό που κάνεις, αυτό που φοράς, αυτό που επιδεικνύεις, αυτή η έλλειψη φαντασίας σου και η προβολή του καθημερινού γυαλιστερού τόσο προσωπικού τίποτα σου, όμως εμένα με κάνει να σε σιχαίνομαι. Κι άλλη τηλεόραση πιο μεγάλη, κι άλλα όνειρα πιο μακρινά, κι όλα με μια συσκευή μικρότερη κι από πουλί στο χέρι, ναι σε σιχαίνομαι. Όπως και τις τεράστιες συσκευασίες έξω απ' τα σπίτια σου, τα καλώδια που υποστηρίζουν κάθε λειτουργία σου, όπως εσένα σαν ένα κομμάτι του πλαστικού πύργου από χαρτιά μιας τράπουλας ταρώ από πασάδες, σουλτάνους και χανούμισσες. Κάθε επένδυση ενάντια στο φύσημα του αγέρα και κάθε χαρτάκι με σημειώσεις γεμάτο με λίστες - τι να κάνεις που κάνανε κι οι άλλοι, τόση φθήνια μέσα στη ζωή σου.

Το 2024 ήδη μέσα στον πρώτο του μήνα απέδειξε ότι και Θεός υπάρχει και το βασιλιά με τη νύφη του θα σώσει. Κι ας ασχολούνται όλοι με κείνη την καφρική πρώην βασίλισσα που πήγαινε με τον άραβα κι άφησε το δικό μας το παιδί να ψάχνει καμήλες. Ναι, υπάρχει κι έσωσε τ' αρχίδι του βασιλιά και τον κώλο της πριγκίπισσας. Σε άλλα νέα, ο κυρ Όθων, έφυγε ξαφνικά στα 78 του κι άφησε το διαμέρισμα στον ημιώροφο, άδειο χωρίς αυτόν αλλά τίγκα στα αντικείμενα. Δεν πήρε πολλές μέρες και τα πράγματα του Όθων άλλαξαν χέρια, για την ακρίβεια έγιναν ιπτάμενα και μετά φορτώθηκαν σ' ένα αγροτικό κι άφησαν το σπίτι αδειανό κι έτοιμο για ενοικιοστάσιο. Τον τιμήσανε όμως γιατί γέμισε η γειτονιά με χαρτιά για τα σαράντα του. Τι τύχη να σου πεθάνει ο άλλος πριν τον εκτιμώμενο χρόνο και να σου 'χει αφήσει κι ένα σπίτι να εκμεταλλευτείς στη συμπρωτεύουσα. Λες και δεν πετάνε τα χρόνια απ' τα 25 στα 50 με ένα τσαφ, μια κλανιά, ένα μεθύσι - το μόνο που μετριέται είναι οι δόσεις των δανείων και των διατροφών, τα μερτικά των άλλων στο χρόνο το δικό σου. Κι εσύ να συνεχίσεις. Είναι σημαντικό να έχεις αρχές. Να ψηφίζεις από πάππου προς πάππου το συμφέρον σου.

Υπάρχει όμως ελπίδα για ένα λευκότερο αύριο. Ας γίνουμε όλοι σαν τον χασάπη της γειτονιάς, αυτή είναι η λύση. Ανέμελο βλέμμα, νεκρό, σκατένιο, συνήθως πίσω από το βρώμικο τζάμι. Από τις έξι το πρωί στο μαγαζί. Να περνάει ξανά τον κιμά που δεν πούλησε εχθές, που έκανε το ίδιο κι εχθές, να μην τον δουν οι περαστικοί, αυτοί που ποτέ δεν αγοράζουν από εκεί. Μαζί του μόνο η μηχανή που παρκάρει κάθετα και καταλαμβάνει σχεδόν τέσσερις θέσεις με τη βοήθεια μερικών χαρτόκουτων αλλά και ο πατέρας που του αγόρασε το μαγαζί για να μην έχει ενοίκια και μερικές φορές η σύζυγος - το ίδιο άσχημο, κενό βλέμμα, νεκρή κι αυτή, ριγμένη στη διπλανή λευκή πλαστική καρέκλα να ατενίζει τους περαστικούς. Κάποια στιγμή θα βγάλει μια χειρόγραφη επιγραφή πάνω στο τζάμι για να ευχαριστήσει τη γειτονιά για την πολύχρονη εμπιστοσύνη. Ποια; Τότε όλοι θα μπουν μέσα να του ευχηθούν καλή σύνταξη. Τα μαθηματικά λένε ότι πρέπει να ζήσει μέχρι τα 186 του χρόνια για να ισοφαρίσει όσα πλήρωσε με αυτά που θα βγάλει από τη μηνιαία πίστωση δημοσίου στο λογαριασμό του. Όμως θα εξετέλεσε το ιερό καθήκον στο κράτος, στην εκκλησία, στην οικογένεια, στη γειτονιά και στο Θεό που πάνω είναι και όλα τα βλέπει και όλα τα μαχαιρώνει. Όσο αναφορά τα κέρδη... κοκαλάκια στο πεζοδρόμιο για τα περαστικά σκυλάκια. Το παιδί του μπαμπά του και ο άντρας της γυναίκας του, μεγάλωσε κι έγινε κι αυτός συνταξιούχος από ελεύθερος επαγγελματίας. Να έχει να γραφεί κάτι στο μελλοντικό κηδειόχαρτο.Ηλίθιος ετών 69, με επάγγελμα, συγγενείς και μια κάσα κλειστή στο δευτερόλεπτο. Εσύ μη τα βλέπεις αυτά, δεν είσαι αυτός / αυτή / αυτό που θα αλλάξει τον κόσμο;

Από την άλλη ποτέ δεν είναι αργά να γίνεις αγρότης. Έτσι θα μπορείς κι εσύ να συμπεριλαμβάνεσαι στην πρόταση "Δεν είναι όλοι μεγαλοαγρότες βρε παιδί μου" και να κλείνεις δρόμους, να παίρνεις επιδοτήσεις και να έχεις εργάτες που δεν τους βάζεις ούτε το εργόσημο και οι καημένοι μέσα στο κρύο και τη ζέστη βγάζουν το μεροκάματο. Ίσως και κάτι παραπάνω γιατί εσύ δεν είσαι σαν τους άλλους. Μερικοί λοιπόν κοιμούνται πάνω στα ίδια τα τελάρα που μαζεύουν τις ελιές και τα ζαρζαβατικά. Άλλοι αναλαμβάνουν πιο δύσκολα χρέη, για παράδειγμα να εκδίδουν ανήλικα, ενίοτε και την κόρη του αφεντικού. Τα δύσκολα και τα επικίνδυνα μόνο σε Πακιστανούς. Ακόμα κι αν είσαι κρητίκαρος εσύ. Για την τιμή σου, αυτοκτονείς κιόλας. Όχι την πρώτη φορά, όχι την όγδοη, όχι την εικοστή που η δεκαπεντάχρονη κόρη σου συνουσιάστηκε χωρίς τη θέληση της αλλά εσύ και η μανούλα δεν το καταλάβατε, μόνο λίγο πριν γίνει βούκινο σ' όλο τ' ορεινό χωριό σας. Και φυσικά πως του ήρθε του δικηγόρου της μανούλας να πει πριν τον ρωτήσει ουδείς και ουδεμία, μα δεν πρόκειται για μαστροπεία! Αλλά τα μπλόκα έχουν κι ευλογίες. Τόσο των παπάδων που βρήκαν συμμάχους στον αγώνα κατά το γάμο των ομόφυλων όσο και στους νέους που βρήκαν εχθρούς στον ιδιωτικό τομέα εκπαίδευσης. Εκεί που οι μεν πρώτοι είναι πραγματικά πρώτοι στις σχέσεις (είναι κι εύκολο με τα μάξι φορέματα και την αντρίλα που κρύβουν τα ράσα καταπίεσης) αλλά όχι στους γάμους για ευνόητους λόγους, ενώ οι δεύτεροι σε λίγο καιρό θα προσκυνάνε για τον κατώτατο μισθό με άγραφες υπερωρίες και τσιμπούκια για ένα πρόγραμμα ΟΑΕΔ (λέγε με καλέ μου πια ΔΥΠΑ, άλλαξε) που ο εργοδότης δεν κάνει τίποτα και τον συμφέρει. Στο μέρος που εκπαιδεύονται "άνθρωποι" 16 χρόνια για να βρουν μια δουλειά αλλά ούτε ένα λεπτό για να γίνουν γονείς. Δεν είναι αργά για να γίνεις αγρότης, είναι αργότερα να γίνεις άνθρωπος.

Όμως γιατί να μην γίνεις κιθαρίστας; Είναι ένα επάγγελμα σαν όλα τα άλλα. Δες για παράδειγμα τον Kerry τον King. Μιξοκλαίγεται σαν κοριτσάκι που του πήρανε το ζαχαρωτό γιατί ο Tom ο Araya δεν τον πήρε ένα τηλέφωνο, ούτε ένα τεξτ δεν του έστειλε, λέει στο τεράστιο περιοδικό των αντρών που ξέρουν από καλή δυνατή και βαριά μουσική, το Kerrang. Ο ίδιος δεν προσπάθησε, ήταν πληγωμένος. Κι έτσι ότι ξέμεινε από τον τελευταίο δίσκο και δεν το ήθελε ο άλλος που δεν του έστειλε ούτε ένα μήνυμα, έγινε από μόνο του προκαταβολικά και χιτ και μις μαζί. Στη συνέχεια πήρε να δηλώνει ότι εκτός από βασικότατος κιθαρίστας ήταν και ο μπασίστας στα άλμπουμ. Πω, ρε φίλε! Και το 'χαμε καταλάβει! Μην κάνεις κι εσύ ρε Tom σαν τον φαρμακοποιό που έχασε καμιά κατοστάρα κιλά κι άρχισε να φωτογραφίζεται σε σκάλες και καρέκλες ανάποδα όταν έχει εφημερία, πάρε τηλέφωνο γιατί ποτέ δεν ξες πότε θα συναντήσεις τον Παντέλω τον Παντελίδη κι εσύ. Γιατί αν κάτι είναι σίγουρο είναι ότι η καλή η πεθερά ξέρει από μοκέτες και όλα τα είδη πρωκτός. 

Πρόσφατα επιτέλους μετά από χρόνια αναζήτησης στον Ταύγετο και το Καϊμακτσαλάν βρήκα τρόπο να αντιμετωπίσω την ατμοσφαιρική μόλυνση και θέλω να το μοιραστώ κι αυτό όπως και τα χρέη μου μαζί σου. Έβαλα στην εφαρμογή κάπου στη μέση των πόλεων που παρακολουθώ το Νέο Δελχί. Σοφή επιλογή, γιατί και μπροστά στην ώρα είναι, άρα πάντα έχει υψηλότερη θερμοκρασία (βλέπω εγώ τα τριαντάρια την άνοιξη και δροσίζομαι που έχουμε είκοσι εννέα) και πάντα στα κόκκινα και τα εκατοπενηντάρια στην ποιότητα αέρα έχει. Ανοίγω το παράθυρο και εισπνέω χαμογελώντας τα μικροσωματίδια τα δικά μας, τα κατά δέκα τοις εκατό χαμηλότερα από το Νέο Δελχί. Πφ... Σαν τη Χαλκιδική δεν είχε, έχει και δεν θα ματά έχει, το έλεγε κι ο μέγας μάλαξ ο Αλέξανδρος. Ίσως. Κι ας είναι γεμάτοι με μασκοφόρους του παλιού ιού με πλαστικό μετάλλιο στο χέρι γεμάτο εσπρέσο λάτε κορτάντο μακιάτο αν και φερμέντεντ με διασπώμενο και ελάχιστο μασώμενο καλαμάκι. Καλύτερα να πας για σουβλάκι όπως ο πρόεδρος με τον φίλο του στην καλύτερη καντίνα της παραλιακής κι ακόμα παραπέρα. Αν δεν έχεις στόχο να ξεπεράσεις στην ηλιθιότητα εκείνον τον Έλλην Οικολόγο, που είχε καταδικαστεί σε κάθειρξη 37 χρόνων για καταπάτηση χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων, τότε μην προσπαθήσεις καν. Έλα να το πάρεις εσύ, τεράστιο σουβλάκι - στη μισή τιμή. Αγάπη, Μόλυνση και Σουβλάκι. Τσικνοπέμπτη κάθε μέρα.

Είναι εύκολο και για σένα ακόμα να συμμετέχεις απαξιωτικά σε συζητήσεις με οποιοδήποτε θέμα. Α. αν είναι κάτι που δεν καταλαβαίνεις, αναφέρεις με στόμφο... τι παραλήρημα είναι αυτό! (δεν περιμένεις απάντηση, ξεκάθαρα δεν πρέπει να αφήσεις ανοιχτή τη συζήτηση γιατί θα εκτεθείς) Β. αυτό είναι δοκίμιο! (αμέσως αλλάζεις θέμα γιατί δεν σε ενδιαφέρει καθόλου και προτιμάς κάθε στιγμή της ημέρας ένα γιαουρτάκι ελαφρύ με χαμηλά λιπαρά να συνοδεύει το καραμανλίδικο λουκάνικο σου).

Να φτιάξεις το νέο; Καλύτερα να αντιγράψεις το παλιότερο. Υπάρχει τεράστιο στοκ ιδεών. Που να τρέχεις τώρα. Τόσα ξεμείναν στο ράφι, γεροντοκόρες ιδέες και απούλητα σκατά. Με το κατάλληλο μάρκετινγκ δεν θα μυρίζουν άσχημα. Θα πουλήσουν γρήγορα και μετά βουρ στον επόμενο πατσά. Σε μια ήπειρο πανηγύρι με μπλόκα αγροτο-καρναβαλιστών το σίγουρο είναι ότι η κεραμική εστία δεn μαγειρεύει καλύτερα, δεν καθαρίζει καλύτερα, δεν είναι αντικειμενικά πιο όμορφη, δεν δεν δεν... Θα σου συστηθώ ως εκπρόσωπος Συνασπισμού για την Προώθηση του Θορύβου στα Όμορα (ή μωρά) Κράτη. Δεν έχεις κάποιο θέμα να με δεχθείς στην εντοιχισμένη κουζίνα σου, έχεις; Εδώ αποδέχτηκες, ασπάστηκες και προσκύνησες μυριάδες Χριστιανικά Ούφο, θα κωλώσεις σ' έναν φόνο εκ προμελέτης που είναι και εκ περιτροπής;

Μέχρι τώρα να έχεις ζήσει όπως σου ζήτησαν, με τον απλό, λειτουργικό τους τρόπο... τον σκουληκίσιο. Δεν πιστεύεις πια ότι είσαι ένας οργισμένος, το ξες ότι είσαι ένας βλαμμένος. Σήκωνε τηλέφωνα. Περίμενε. Πήγαινε επισκέψεις. Κάνε δώρα. Να είσαι ευγενικός. Μη ζητάς. Ζητιάνεψε. Πάρε ότι σου δώσουν. Ήλπιζε. Ημι-ζήσε. Ήδη έχεις πρωθυπουργό που γλίτωσε τη βόμβα. Για πάντα πολιτικό πρόβατο, επέλεξε να φας με τη μαμά του / της άλλου αντί για το θέατρο. Κορόιδεψε αντί να συζητήσεις. Μάθε αγγλικά για να μπεις στο δημόσιο. Πες τον πατερούλη να σε βάλει στη δουλειά του θείου. Ζήτα επιδόματα. Ζήτα κι άλλα επιδόματα. Πάρε από τους συγγενείς. Πάρε... Φάε... Ζήτα... Ζεις!

nada

ξες... κάποιος θα μπορούσε να πει (το μόνο εύκολο πάντα κάποιος να κάνει αντίλογο), μα καλά, δουλειά αυτών είναι να εναντιωθούν; δουλειά τους είναι να κάνουν κάτι; αυτοί ας φτιάξουν τις μουσικές τους - ας κάνουν τις πιτσιλιές τους - ας γράψουν κάνα ποίημα - κι ας αφήσουν χώρο στους πολιτικούς να φτιάξουν τα πράγματα. ας ψηφίσουν ότι θέλουν και μετά ας κάνουν ότι λέει ο δημοκρατικός λαός (μας). // και φυσικά, μπορεί έλλην, και μοναδικός εκ των δυο, νομπελίστας να μη μιλούσε, αυτό από μόνο του δεν γίνεται λήμμα σε ψηφιακή εγκυκλοπαίδεια ότι πάσας γραφιάς μένει μουγγός και χαζός; // κι όσο ο αντίλογος συνεχίζεται, και ποιοι τους ακούν αυτούς μωρέ; τους έγραψε καμιά εφημερίδα τύπου [G]lifo; είναι στις τάσεις; τους ξέρει ή τους αποκήρυξε κι η μάνα τους; // ποιος συμβολαιογράφος έχει διαθήκη στα μέτρα τους; // να σ' αφήσουν στην άκρη. // ούτε καν στο ράφι. // εκεί μπορεί ν' απλωθεί κάποια στιγμή κάνα χέρι και να πιάσει τη μολότοφ του ήχου - των λέξεων αλλά όχι της εικόνας, αυτή η εικόνα έπαψε πια να μπορεί να γίνει επαναστατική, δεν μπορεί να σκάσει στα χέρια των δικολάβων - των δοσίλογων - των Δημητράδων (αυτών που μ' ένα Αλέξη κάνουν πεσκέσι στο αύριο). // πόσο γελοίο ακούγεται να πρέπει ο δημιουργός των τεχνών να σταθεί όρθιος, μια που αρκετοί εξ αυτών γνωρίζουν το οκλαδόν ή το πρηνηδόν μόνο εξ ακοής. // πως να πάρουν φόρα για να φτάσουν στον ουρανό; // πως να μιλήσουν στο κοινό όταν το προσκυνάνε; είναι συνετό να κάνεις μουσική πρώτα ή μετά τις γνωριμίες; // καλύτερα να φτιάξεις τα χρώματά σου ή τους φίλους σου; // τελικά τα δίχτυα της δικτύωσης τους χωράνε όλους, σιωπηλούς και μουγκούς. // κι ας νιώθουν οι ελάχιστοι δυσλειτουργικοί. έτσι πάει... // αλλιώς θα τα έκανες όλα στις κοινόχρηστες τουαλέτες. // αναρωτιέσαι σε κείνο το πανηγυράκι με πρώτο τον Καραγκιόζη πόσοι χωρέσανε; // καλέ... // όλα τα μιλιούνια κι ακόμα περισσότερα. // γι' αυτό κανείς δε μιλάει; // γι' αυτό οι άνθρωποι της τέχνης μείνανε στα εγκαίνια, στα μπαράκια και κάτω από τη στέγη να μη βραχούν. // δε βράζουν. // δεν έχουν αίμα.//  έχουν κρυπτο-αίμα. δεν έχουν έμπνευση. // έχουν σκρολο-έμπνευση. // ανήκουν

Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2024

μεταξύ ανθρώπων και αχειροποίητων χαλβάδων

υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός πιστευτών και κατανοητών κοινών ψεμάτων. το μόνο απίστευτο είναι η αλήθεια... και καθώς το ρολόι δεν σταματάει και δεν μπορεί να υπάρξει ούτε ένα απομονωμένο δευτερόλεπτο, είναι προτιμότερο οι λιγοστοί σκεπτόμενοι άνθρωποι να σπάνε τη φούσκα μέσα στην οποία οικειοθελώς βρέθηκαν παρά τ' αρχίδια των ανεπαίσθητα λιγότερων αλλά αισθητά περισσότερα σκεπτόμενων. μέσα στο συρμό από μπατζανάκηδες - κουμπάρους κι αφορισμένους, υπάρχουν κι αυτοί οι μετριοπαθείς ψυχασθενείς, που ανοίγουν ένα χαρτάκι να για να βρουν μέσα μια...

πρόταση... η πρόταση: "Έλα να συμμαζέψουμε" σημαίνει... χρειάζομαι ένα δούλο να μου κάνει τη δουλειά κι εγώ να διατάζω καθώς πίνω τον καφέ και κάνω brainstorming. σε κάποιες άλλες περιπτώσεις ο δούλος παίρνει τη θέση του θεατή που απλά κουνάει καταφατικά το κεφάλι του και χειροκροτεί. σε κάθε περίπτωση το μαζί είναι χαρακτηριστικό του κοπαδιού και πρέπει αυτός στον οποίο απευθύνεται η πρόσκληση - διαταγή να είναι πρόθυμος να εκτελέσει εντολές χωρίς χρηματικές ή αντιπραγματισμού απαιτήσεις - ελπίδες. στην ίδια κατηγορία εντάσσεται και η σφαιρική γνώση του ΚΟΚ (Κώδικα Οικονομικής Καλοσύνης)... δηλαδή:

όταν θέλεις το αμάξι σου να έχει την ημερομηνία γέννησής σου ή της ομάδας σου τότε πρέπει να πληρώσεις. κι άλλα. αν θες να ανανεώσεις το δίπλωμά σου και δεν έχεις όρεξη να τρέχεις στους γιατρούς τότε μπορείς να πληρώσεις αντί γι' αυτό. κι άλλα ακόμα. σαν τύχει να μην μπορείς να οδηγήσεις και κόβεσαι συνέχεια καλύτερα να πληρώσεις μια και καλή αντί να έχεις τα εξέταστρα και το άγχος. κι άλλα πολλά. το άγχος κάνει κακό. απέβαλλε το πληρώνοντας. κάπου βαθειά μέσα στις τσέπες σου κάποια κατήχηση σου έχει βάλει το μικρόβιο - γνώση ότι δεν θα ζήσεις για πάντα... δεν χρειάζεσαι κανόνες, εμβόλια, φανάρια, ώρες κοινής ησυχίας, σοβαρότητα κοκ (και ούτε καθεξής σημαίνει σ' αυτή την περίπτωση)... το μόνο που χρειάζεσαι είναι μια σύμβαση αορίστου χρόνου γιατί και το ένα σύμπαν αόριστο είναι... ενώ:

μερικά απ' τα άλλα παράλληλα σύμπαντα έχουν υπερπληθυσμό από μασκοφόρους του ιού με πλαστικό μετάλλιο στο χέρι, βρίσκονται ολόγυρα παντού και μοιράζουν υποσχέσεις στους ιθαγενείς αφού είναι φθηνότερες από καθρεφτάκια. οι μανούλες από αυτό το γκρουπ ταΐζουν τα βρέφη στο στόμα πατάτα τηγανητή από την κεντρική καντίνα και οι πατερούληδες κρατάνε στην αγκαλιά τους κινητά που φεγγοβολούν από τις ελπίδες των στοιχηματικών κονσολών. έτσι μεγαλώνει ένα ακόμα παλιοχριστιανόπουλο με ανάσες σκουληκιών να προλογίζουν έναν ευτυχισμένο θάνατο κάποτε στο καλοκαιρινό εξοχικό με τζάκι και ψησταριά στους Γαργαλιάνους της Μεσσηνίας.

Παρασκευή 26 Ιανουαρίου 2024

Μερικοί Παρ-άγραφοι Έρωτες στην Πόλη του Χάους

Εκείνος ήταν ένας ασπρομάλλης - μακρυμάλλης και λίγο ατημέλητος και θα τον έλεγες και όχι πολύ καθαρό. Καθόταν πάντα δεξιά του Βουκεφάλα ή μπροστά στο μαγαζί Λεωφόρος με ένα αυτοσχέδιο σημειωματάριο στο χέρι κι όλα έγραφε και διάβαζε και παρατηρούσε. Κάπου εκεί μέσα στις πολυγυρισμένες σελίδες υπήρχε κι η ιστορία με το εγκαταλελειμμένο αρχοντικό στην οδό Μαύρης Πέτρας. Εκεί που κάποτε ζούσε η πιο όμορφη γυναίκα της Θεσσαλονίκης. Δεν παντρεύτηκε ποτέ, δεν έκανε οικογένεια. Πόσο κόστισε αυτό στην ίδια αλλά και στους συγγενείς της είναι εύκολο να το καταλάβει κανείς ακόμα και μισό αιώνα μετά. Αυτή κάθε βράδυ άναβε όλα τα φώτα, που έκαιγαν μέχρι να ξημερώσει και χόρευε στη μουσική δίσκων γραμμοφώνου. Λέγετε ότι ανήκε σε εβραϊκή οικογένεια που ξεκληρίστηκε τότε με τη μάζωξη στα καμιόνια της πλατείας Ελευθερίας. Όμως αυτή επέζησε. Όπως κι εκείνος ο πλανόδιος μουσικός που έπαιζε βιολί στην Φιλαρμονική της Βιέννης. Μοίρα σκληρή τον κυνήγησε σε ολόκληρη την Ευρώπη που γύρισε μέχρι να ριζώσει στη Θεσσαλονίκη. Καθόταν σε μια γωνία απέναντι από το Λευκό Πύργο και έπαιζε βαλσάκια κι άγνωστους για τους ντόπιους σκοπούς. Ένα βαρύ χειμώνα βρέθηκε κάποιος να του δώσει κλειδί και τα βράδια κοιμόταν στα καμαρίνια του Κρατικού Θεάτρου. Αυτό μόνο αν δεν είχε παράσταση την επομένη γιατί η μυρωδιά του χρειαζόταν αρκετές ώρες για να φύγει και οι Ελληνίδες ντίβες την εντοπίζαν. Εκείνες τις φορές που δεν μπορούσε να βρει εσωτερικό καταφύγιο στην εκκλησία του θεάτρου έφτανε σχεδόν μέχρι το Ποσειδώνιο. Εκεί περνούσε τη νύχτα σε μια είσοδο οικοδομής στην Ανθέων, φιλοξενούμενος ενός εύσωμου άστεγου που ξεχειμώνιαζε παρέα με πολλές γάτες. Την επομένη ξεκινούσε νωρίς για πίσω. Μερικές φορές έφτανε απέξω απ' το καπηλειό του Αντώνη, στην Παύλου Μελά. Αν τύχαινε να δει μέσα τον Τσιτσάνη που σύχναζε κατά εκεί του έκανε νόημα. Εκείνος τον καλούσε κι έτρωγαν γαλέο και φασόλια και έπιναν πολύ βαρελίσια ρετσίνα. Μια-δυο φορές έπαιξε αυτός βιολί και ο άλλος μπουζούκι εκεί. 

Εκείνοι ήταν ένα ζευγάρι που ό,τι καιρό και να έκανε, κάθε μέρα, έβγαιναν βόλτα νωρίς το πρωί στην Παλιά Παραλία. Με ήλιο ή με βροχή, με ζέστη η με κρύο, με ομίχλη η με τρελό παγωμένο Βαρδάρη, χρόνια πολλά, πηγαινοέρχονται πιασμένοι χέρι χέρι από το Λευκό Πύργο στο Λιμάνι. Κάποτε ήταν νέοι. Μετά και για αυτούς τα χρόνια πέρασαν και τα βήματα έγιναν πιο αργά. Σχεδόν συρώμενα πάνω στις νέες πλάκες της Νέας πια Παραλίας. Τα τελευταία χρόνια καμπουριασμένοι, εκτός από πλαστικές σακούλες γεμάτες με προσωπικά απαραίτητα πράγματα, σπρώχνανε κι ένα καρότσι τις μέρες δίχως δυνατό αέρα. Μέσα είχε ένα μικρό παιδί που ποτέ δεν έκλαιγε. Όταν έφταναν στο ύψος της Γενικής Κλινικής, αυτή έβγαζε τα παπούτσια της, πάντα φοράνε την ίδια μάρκα σε αγορίστικο και κοριτσίστικο χρώμα, και καθόταν στην περίφραξη ενός παιδικού πάρκου κι αυτός πήγαινε να πάρει καφέ από το απέναντι μαγαζί. Λέγεται ότι κάποτε κατοικούσαν στον τόπο με τα βατόμουρα, ή αλλιώς "Αρσακλί" ή "Ακσακλί", δηλαδή στο Πανόραμα. Εκεί ήταν οι πρώτοι ένοικοι σε ένα παλιό Μουσουλμανικό σπίτι του 18ο αιώνα. Όταν ο άντρας έπιασε δουλειά στο ζαχαροπλαστείο του Ελενίδη άρχισαν να έχουν κοινωνική ζωή κι επειδή το μέρος εκεί υπαγόταν παλιότερα στο "ναχιγιέ" της Καλαμαριάς, προσπαθούσε να κάνει τον κυρ Γιάννη να φτιάξει υποκατάστημα προς τη θάλασσα. Τελικά ένα βράδυ ψάχνοντας στο ξύλινο πατάρι του σπιτιού του βρήκε ένα μπαούλο με τουρκικά βιβλία μαγειρικής. Εντύπωση του έκανε μια συνταγή με ξεροψημένο φύλλο γεμισμένο με έντονη γλυκιά κρέμα. Το προσπάθησε την επομένη και όλοι έμειναν εμβρόντητοι με τη γεύση του γλυκού. Τελικά για να μην διαρρεύσει από που προήλθε η συνταγή τον έστειλαν με τη γυναίκα του προς τη θάλασσα όπου άνοιξαν ένα μικρό ζαχαροπλαστείο - υποκατάστημα και το διαχειριζόταν αυτός. Το σπίτι κατεδαφίστηκε μετά από μια περίεργη φωτιά τον επόμενο μήνα, ανήμερα Πρωτομαγιάς. 

Εκείνη ήταν πολύ μικρή, μαθήτρια στην πρώτη Γυμνασίου όταν κάποτε είχε έρθει ένα υπαίθριο τσίρκο στη Θεσσαλονίκη και έδωσε παράσταση στον ανοιχτό χώρο της ΧΑΝΘ. Δεν θα ξεχάσει ποτέ έναν άνδρα που είχε ανέβει σε μια σκαλωσιά μπορεί και 20 μέτρα ψηλή και από εκεί βούτηξε σε μια δεξαμενή με νερό, που είχε βάθος ενάμιση μέτρο το πολύ. Δεν ήταν κάτι πολύ περίεργο για εκείνη την εποχή. Όμως μαζί του βούτηξε και μια τίγρης. Αυτό που της έκανε εντύπωση ήταν ότι δίπλα της καθόταν ο συμμαθητής της Διονύσης και αγκάλιαζε τη Ζωή, το ξανθό μωρό όπως την αποκαλούσαν όλοι. Ο πατέρας της Ζωής ήταν αξιωματικός είχε παντρευτεί κρυφά τη μητέρα της όταν ήταν ακόμα στην Ευελπίδων. Ήταν μια από τις πιο όμορφες γυναίκες της Θεσσαλονίκης που λόγω του φιλντισένιου της προσώπου την αποκαλούσαν κερένια κούκλα και η κόρη της Ζωή δεν πήγαινε καθόλου πίσω. Όταν τελείωσε η παράσταση προσπάθησε να ακούσει τι λέγανε, το μόνο που ξεχώρισε ήταν μια φράση του Διονύση, κάτι σαν "Να γίνουμε μοντέρνοι, να πάμε μπροστά, χωρίς να χάσουμε την ψυχή μας" και μετά της έκλεισε ραντεβού για την επομένη στη διασταύρωση των οδών Αγίας Σοφίας και Τσιμισκή. Εκεί βρισκόταν ένα σινεμά και ο πατέρας της βρέθηκε στην πρεμιέρα μια ταινίας με τίτλο "Χωρίς Ιδανικά" παραστάθηκε και ο πρωταγωνιστή Κώστας. Με το τέλος της ταινίας οι θεατές πήραν σηκωτό τον πρωταγωνιστή, τον μετέφεραν σε παρακείμενο σφαιριστήριο, τον ανέβασαν πάνω στο μπιλιάρδο και από κάτω φώναζαν "Θέλουμε Ιδανικά!". Ο πατέρας της έφερε πίσω μόνο ένα φεϊγβολάν που κυκλοφόρησε για το κοινό τη μέρα τη μέρα εκείνη και έγραφε "Τα Διονύσια (έτσι λεγόταν το σινεμά) κρίνονται ως το τελειότερον οικοδόμημα του είδους εν Ανατολή και από απόψεως αρχιτεκτονικής και από απόψεως διακοσμήσεως. Περιλαμβάνει μετά των θεωρείων 1000 καθίσματα". Αργότερα έμαθε από μια κυρία εβραϊκής καταγωγής ότι τα "Διονύσια" στη γερμανική κατοχή λειτουργούσαν ως στρατιωτικός προπαγανδιστκός κινηματογράφος "Βικτώρια" καθώς από την προηγούμενη δεκαετία ο ιδιοκτήτης συνεργαζόταν με τη μεγαλύτερη κινηματογραφική εταιρεία της Γερμανίας, την UFA, που διέθετε αποκλειστικά γερμανικές ταινίες με μεγάλους ηθοποιούς της εποχής. 

Εκείνο ήταν ένα αδέσποτο σκυλί της πόλης. Σύχναζε στο κέντρο, μεταξύ Αγίας Σοφίας και Αριστοτέλους. Όταν μεσημέριαζε τριγυρνούσε στις ταβέρνες της περιοχής. Έτρωγε τα πάντα εκτός από την περίφημη σπεσιαλιτέ γνωστού εστιατορίου, που γινόταν με ό,τι περίσσευε την προηγούμενη μέρα στα ταψιά και τις κατσαρόλες της κουζίνας, αλλά ενίοτε και στα πιάτα των πελατών. Ο σκύλος, ίσως γιατί ήταν και καλοταϊσμένος, δεν ακουμπούσε ποτέ ότι του πετούσαν από το πασίγνωστο εκείνο ταβερνείο. Μερικές φορές στις βόλτες του έφθανε μέχρι τον Λευκό Πύργο κι από εκεί χανόταν κι εμφανιζόταν έπειτα από λίγες ώρες στους βράχους δίπλα στον Άγιο Νικόλα τον Ορφανό εντός των τειχών της Άνω Πόλης, μεταξύ των οδών Ηροδότου και Αποστόλου Παύλου. Η Θεσσαλονίκη είχε διαχρονικά πληθώρα στοών κι υπόγειων διαδρόμων που ένωναν διάφορα σημεία από το παλάτι του αυτοκράτορα στο Ιπποδρόμιο μέχρι το ναό του Αγίου Δημητρίου. Ο πρώην δήμαρχος της πόλης Σωτήρης έπαιζε μικρός σε αυτές τις τεράστιες στοες κι έτσι του ήρθε η ιδέα να τις χρησιμοποιήσει για να φτιάξει εύκολα και γρήγορα μετρό. Αφού ήταν τόσο ευρύχωρες για να χωράνε την άμαξα του αυτοκράτορα, σίγουρα θα χωρούσαν τους πολίτες της πόλης που δεν είχε ούτε τραμ. Ο σεισμός του 1978 είχε βέβαια καταστρέψει αυτές τις σύραγγες και το έργο του Μετρό Θεσσαλονίκης κατέληξε να είναι μια τρύπα χορηγήσεων δίχως πάτο. Ο Σωτήρης, όταν δεν εξελέγει βουλευτής το 2004 αποφάσισε να κάνει με τις παλιές του γνωριμίες ένα τελευταίο δώρο για τις μαζικές μεταφορές της πόλης, το λεωφορείο 78Ν ή αλλιώς Το Υπηρεσιακό. Εκείνα τα χρόνια λοιπόν, κάθε βράδυ μετά τα μεσάνυχτα, κυκλοφορούσε στους δρόμους ένα λεωφορείο, σταματούσε στις στάσεις, έπαιρνε του ξενύχτηδες και τους άφηνε στην πόρτα του σπιτιού τους. Ήταν αρκετοί οι τακτικοί χρήστες που με τον καιρό γνωριζόντουσαν και φατσικα. Μαζί τους μερικοί απόκληροι της κοινωνιας και καθώς πρέπει πρώην χρήστες ταξί μετά συντρόφων τους. Υπήρχαν μαρτυρίες ότι ο σκύλος της Αγίας Σοφίας είχε θεαθεί πέραν της μίας φοράς να χρησιμοποιεί το 78Ν ή αλλιώς Το Υπηρεσιακό, το οποίο μετά από κοινές καταγγελίες ταξιτζήδων και συζύγων άλλαξε όνομα κι έγινε επίσημα Το Νυχτερινό.

ακουλουθεί φωτο-ρομάντζο

Η γραμμή που χρηματοδοτούνταν από ιδιώτες ορθοπεδικούς και φυσιοθεραπευτικά κέντρα.

Το τελειότερον οικοδόμημα του είδους εν Ανατολή, πριν τον πόλεμο.

Το τελειότερον οικοδόμημα του είδους εν Ανατολή, με κάλυψη - απόκρυψη, κατά τον πόλεμο.

Οι Θεσσαλονικείς δωσίλογοι και τα Μακεδονίτικα Τάγματα Ασφαλείας, αυτόνομα και με γερμανικές ενδυμασίες και γερμανικά όπλα, έδιναν λόγο κατευθείαν στον κατακτητή και σε κανέναν άλλο. 

Θεσσαλονικείς αλλά Εβραίοι, δεν είναι το ίδιο, να φύγουν να πάνε στα στρατόπεδα τους. Τελικά με λίγη βοήθεια έφυγαν, ή μάλλον με καμιά απολύτως βοήθεια. Άγνωστο αν ακολούθησε γλέντι με σουβλιστά αρνιά και κρασί οργανωμένο από τους κατά τόπους Δημάρχους της εποχής. Δεν έμενε χρόνος από το μοίρασμα. 

Δευτέρα 15 Ιανουαρίου 2024

Ιδανικές Σκιές στο Δανεικό Φεγγαρόφως

τι με κάνει διαφορετικό; γιατί είμαι καλύτερος από την αεροσυνοδό που έφυγε από τη μικρή πόλη, γυρίζει τους αιθέρες ακόμα κι αν δε βλέπει κάθε πόλη σαν τουρίστρια και στο τέλος έχει μείνει πολύ περισσότερο από εμένα κι ας είναι τα μισά μου χρόνια σε μια καθαρή κι ωραία πρωτεύουσα που εγώ την ονειρεύομαι και αυτή την κατακρίνει; γιατί εγώ μπορώ να θάβω μόνος μου το λάκκο μου, να γκρινιάζω, να βλέπω τη μόλυνση του τόπου που κατ' επιλογή μένω, να μη μου αρέσει η κίνηση στους δρόμους, να μη μου αρέσει η μεγάλη πόλη κι όμως να βιάζομαι να επιστρέψω εκεί; γιατί εγώ δεν σκέφτομαι καν το πως θα δραπετεύσω από αυτό που δηλώνω με κάθε ευκαιρία ότι δε μου αρέσει και συνάμα κατηγορώ και κρίνω όλους τους τριγύρω μου που μου κάνουν παρέα στο να μη κάνουν τίποτα, καμιά διορθωτική κίνηση.

με έμπνευση τα πιο πάνω τα Χριστούγεννα του '23, αποφάσισα να γράψω τα παρακάτω το Γενάρη του '24.

Μία Ασυμφωνία Σκοταδιστών και Πρεμιέρες σε Επανάληψη

Άποψη σαν εισαγωγική σκηνή 1: Το Διαμέρισμα που Εξαφανίζεται

Σε μια πόλη ντυμένη στο αέναο λυκόφως της αποκάλυψης νέων μοντέλων iPhone, ο πρωταγωνιστής μου, ένας άνθρωπος χωρίς παρελθόν, διέμενε σε ένα διαμέρισμα που έμοιαζε να κυμαινόταν σε διαστάσεις. Δηλαδή το αποχωρητήριο ήταν περίπου διπλάσιο από το μισό της κουζίνας. Αλλά αυτό μόνο μετά το μεσημεριανό χέσιμο. Κορύφωση αισθήσεων κοντινής απόλαυσης με πολυκαιρισμένο μαύρο τσάι. Η ιστορία δεν διαδραματίστηκε, όμως μπορεί και να συνέβει τη μέρα που έστειλε το γράμμα. Το πικραμένο. Τα δωμάτια εξαφανίστηκαν εκείνη τη νύχτα, αντικαταστάθηκαν από διαδρόμους που δεν οδηγούσαν πουθενά. Εκείνο το πουθενά που είναι αδύνατον να υπάρξει ανάμεσα από εκατομμύρια φωτογραφίες, δισεκατομμύρια αναζητήσεις και πολλάκις τρισεκατομμύρια αναρτήσεων - ομολογιών. Για να επιστρέψουμε στο σπιτικό που κάθε νοικοκύρης ονειρεύεται αλλά μόνο αυτός απέκτησε με εκατοντάδες δόσεις, οι τοίχοι ψιθύριζαν ανησυχητικά μυστικά και κάθε τρίξιμο των σανίδων του δαπέδου αντηχούσε τη μοναξιά μέσα. Δεν είχε πάρει την απόφαση να σπύρει γάτες στο σπίτι, είχε ακόμα μερικά όρθια ηχεία με ξύλο αγριοκερασιάς και κάθε φορά που φανταζόταν τα νύχια ενός ζώου επάνω τους η αμέσως επόμενη σκέψη ήταν το κακόμοιρο κατοικίδιο στον αέρα, έξω από το μπαλκόνι, να πετάει, να δοκιμάζει τη βαρύτητα, από τον πάνω όροφο, ευθεία γραμμή με το σκληρό - τσιμεντένιο - πεζοδρόμιο. Ξυπνούσε κάθε βράδυ σε μια διαφορετική διαμόρφωση της κατοικίας του, περνώντας μέσα από καφκικούς διαδρόμους και παραγράφους που αψηφούσαν τη λογική. Μέσα στην αταξία, αναδυόταν μια αίσθηση οικειότητας, μια ανησυχητική άνεση μέσα στο χάος της παροδικής κατοικίας του. Ξύπνος ή κοιμισμένος; Σε όνειρο ή σε αναγκαστική δίαιτα; Για λίγο αναρωτήθηκε αν έπρεπε να ακολουθήσει τη συμβουλή του μπαμπά - του γείτονα - του φίλου - του παπά - του περιπτερά - του αφεντικού και ν' αποφασίσει επιτέλους την αγορά ενός άλλου σπιτιού. Κάτι που να το μάθει όλος ο κόσμος, δηλαδή ο μπαμπάς - ο γείτονας - ο φίλος - ο παπάς - ο περιπτεράς - ο αφεντικός. Η διαδικασία ήταν ξεκάθαρη, κάνεις την κουράδα κουλουράκι. Η απόλαυση έρχεται στο τέλος. Με το ρέψιμο.

Άποψη για το διάλειμμα 2: Ο Αινιγματικός Φρουρός

Κατά τη διάρκεια μιας από τις νυχτερινές του περιπλανήσεις, συνάντησε έναν φύλακα που στεκόταν φρουρός σε μια πύλη στο πουθενά. Πως βρέθηκε εκεί; Τι είχε καταναλώσει πρωτύτερα; Ποιο να ήταν εκείνο το οινοπνευματώδες που κατάφερε να τον κάνει να πετάξει σαν σερβιέτα με φτερά; Ο φύλακας, μια φασματική φιγούρα με κούφια μάτια, μιλούσε με γρίφους παρότι νέος και φύλαγε ένα πέρασμα που οδηγούσε σε ένα αδιευκρίνιστο βασίλειο. Ο άντρας - πρωταγωνιστής - αγαπητικός του εαυτού του, παρασυρμένος από έναν σουρεαλιστικό καταναγκασμό, ακολούθησε τον φύλακα στην άβυσσο, όπου η πραγματικότητα και η ψευδαίσθηση μπλέκονταν. Σε αυτό το πεδίο, ο χρόνος έχασε το νόημά του. Τα ρολόγια έλιωσαν όπως οι πίνακες του Νταλί πάνω στο μπλε ενός ουρανού του Μιρό με συννεφάκια από κάτι που έβγαινε από μια πίπα του Μαγκρίτ και το αρσενικό βρέθηκε παγιδευμένο σε έναν οριακό χώρο, όπου το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον συνενώνονται σε μια αινιγματική συνέχεια. Εκεί πέρα ξεκαθάρισε στον εαυτό του και στη μελλοντική ψυχολόγο του ότι τα πάντα οφείλονταν στην δεκαετία των τριάντα του χρονών. Τότε που το άγχος χτυπούσε παλμούς μέσα στο παχύ έντερο και το άλλο το ψιλό είχε δεθεί από μόνο του σε προσκοπικό σταυρόκομπο. Μπορούσε να είχε συμπεριλάβει στο γράμμα ένα κεφάλαιο για εκείνα τα χρόνια. Ήταν τόσες οι ιστορίες. Όπως εκείνη που έκανε να φάει δεκαπέντε μέρες, η άλλη με τα λεφτά που χρωστούσε στον τοκογλύφο της απέναντι πολυκατοικίας ή εκείνη με το οικογενειακό φαγητό όταν ήρθε ο αρχιμαλάκας θείος από το Αμέρικα-Αμέρικα.

Άποψη πηγαίνοντας στο μπαρ 3: Το Καφέ με τα Εξαφανισμένα Ποτήρια και τα Ιπτάμενα Πιατάκια

Αναζητώντας καταφύγιο από τους αποπροσανατολιστικούς διαδρόμους, τις κομματικές πεποιθήσεις των τριγύρω του, τις συνεχόμενες πιέσεις του οικογενειακού του περιβάλλοντος να συνάψει σύμφωνο φιλίας με την φερέλπιδα ιδιοκτήτρια του διπλανού διαμερίσματος με σκοπό την ένωση τους, ο άνδρας - υποκείμενο - ζωντανή εικόνα κοινωνικού δικτύου και αφελής ποδοσφαιριστής στην παιδική ηλικία έπεσε πάνω σε ένα καφέ που υλοποιήθηκε στις πιο απροσδόκητες γωνιές της πόλης. Δηλαδή στη γωνιά που βρέθηκε εκείνος τότε. Οι θαμώνες, πρόσωπα σκοτισμένα από τη φούγκα του σεφερικού αισιόδοξου παραλογισμού, συνομιλούσαν σε μια γλώσσα που μόνο αυτοί καταλάβαιναν. Αυτό νομίζανε οι ίδιοι τουλάχιστον αφού δεν είχαν πρόσβαση στην επιλογή υπερτίτλων σε κάθε γλώσσα από πάνω τους. Εποχή ευκολίας σε όλα εκτός από την κάθετη έξοδο από δημόσιο νοσοκομείο. Η σερβιτόρα, μια απόκοσμη φιγούρα με μισό μπλε μισό πράσινο μαλλί και φράντζα λευκή στο χρώμα του μελλοθανάτου φαλακρού, σέρβιρε φλιτζάνια καφέ που είχαν γεύση ξεχασμένων αναμνήσεων. - Φέρε μου το κουβαδάκι μου από την παραλία στα ΚΑΑΥ του Λιτοχώρου, ψέλλισε αυτός κι αμέσως το μετάνιωσε. - Όχι! Άστο καλύτερα. Θα πάρω την επιλογή νούμερο τρία από το μενού για ηλίθιους ή πρεσβύωπες. Δεν ξεκόλλησε το βλαμμένο βλέμμα του από το φερμουάρ του παντελονιού του. Αισθανόταν μια ηρεμία έτσι. Μέσα στους τοίχους του καφέ, θα μπορούσε να συναντήσει φευγαλέες στιγμές χαράς, κάθε γουλιά καφέ ένα νοσταλγικό ελιξίριο. Ωστόσο, το καφέ, όπως και το διαμέρισμά του, διαλύθηκε στην τροπική νύχτα του αρκτικού τετραγώνου, αφήνοντας πίσω του μια παρατεταμένη αίσθηση κενού ακριβώς τη στιγμή που σήκωσε για τελευταία φορά το ποτήρι του και το πιατάκι εκτοξεύτηκε με βία προς το σπασμένο παράθυρο, κόντρα σε κάθε λογική και άσμα ασμάτων επειδή φυσούσε κιόλας λιγάκι. Κανείς δεν πρόσεξε το ατύχημα γιατί δεν άφησε τραύμα. Είναι το ίδιο με το Ναγκόρνο Καραμπάχ, αφού ποτέ δεν βρέθηκε κάποιος που να ξέρει που βρίσκεται στο χάρτη, απλά δεν υπάρχει.

Άποψη για προτελευταία σκηνή ή λαιμητόμο 4: Οι Σκιές που Μουρμουρίζουν

Σε ένα επαναλαμβανόμενο όνειρο κάποιας ανύπαντρης γυναίκας που δεν θα έκανε έρωτα μέχρι το γάμο της, ο άνδρας - αντικείμενο εργασίας και πλουτισμού βρέθηκε σε μια μεταμφίεση μέσα, να χορεύει με απρόσωπους συντρόφους κάτω από έναν φεγγαρόλουστο ουρανό όπου τα τέσσερα φεγγάρια σχεδόν άγγιζαν το ένα το άλλο, ερωτικά. Οι μάσκες ψιθύριζαν μυστικά, ο χορός μια περίπλοκη χορογραφία επιθυμιών και φόβων άφηνε να φανεί η πεσμένη τιράντα και το σχισμένο εσώρουχο. Το όνειρο, ένα υπερρεαλιστικό και συνάμα αρχαίο ιντερμέδιο στη μουρακαμική αφήγηση, υπαινίχθηκε μια αλήθεια κρυμμένη στη σκιά κι ακόμα παραπέρα. Μια Ινδή μάγισσα - ιέρεια με πράσινη βούλα πάνω από τη γαλλικά φτιαγμένη μύτη της σιγομουρμούρισε μια μελωδία του Κερτ. Η πραγματικότητα (όπως και η ενσυναίσθηση, το φιλότιμο, η αγάπη, η ανιδιοτέλεια, η επιλογή της αριστεράς ως πολιτικός αντίλογος και λοιπές ηλιθιότητες) θολώθηκε με τα όνειρα, και εκείνος τότε έτσι ξαφνικά καταπιάστηκε με τη φύση της ύπαρξής του. Ήταν ένα απλό πιόνι σε μια κοσμική παρτίδα σκακιού, που τον χειραγωγούσαν αόρατες δυνάμεις; Ήταν υποχρεωμένος να πηγαίνει στο γυμναστήριο επειδή είχε συνάψει συμβόλαιο 148 μηνών; Οι δόσεις του δανείου τι θα γινόταν μετά το θάνατο του μοναδικού πιστούχου; Γιατί δεν αναγνώρισε εκείνο το μούλικο της γριάς πουτάνας που δεν ξύριζε τα πόδια της εκεί στην κοντινή του Αργεντινή; Το μουρμουρητό των σκιών δεν έδινε απαντήσεις, παρά μόνο κρυπτικές αντανακλάσεις της δικής του αβεβαιότητας σε ένα χρώμα επίκαιρης ανάγκης για μοναχική συνεύρεση σε δημοτικό αποχωρητήριο. Ξαφνικά το ραδιόφωνο φάντασμα από κάποιο άγνωστο μέρος - διάσταση - αεροπλάνο - κάδο σκουπιδιών - χρονικό χάσμα άρχισε να τραγουδά με γρατζουνισμένη φωνή σε κυπραίικη χροιά Γιώργου Κυριάκου Παναγιώτου: Αν δεν έχεις τα Λεφτά, δεν είσαι ευτυχής. Αν δεν έχεις τα Λεφτά, δεν πας πουθενά. Αν δεν πας πουθενά είναι γιατί δεν χωράς στο πουθενά χωρίς καταθέσεις κι οικογένεια και περιουσία και θρησκεία και χρυσά και φίλους και μετοχές και εργασία και επενδύσεις σε φωτοβολταϊκά πάρκα. Λεφτά, τα άγια. Λεφτά, τοις αγίοις.

Κενό αντί συνέχειας 5: Η Λαβυρινθώδης Αποκάλυψη

Καθώς το δήθεν-αφήγημα ή ντεμέκ γραπτό παραλήρημα μικρής έκτασης πλησίαζε στο τέλος του, ο άντρας - γιος - σύζυγος - πατέρας - γκόμενος - υπάλληλος και προϊστάμενος γραφείου δυο εργαζομένων σε μόνιμη άδεια λοχείας, βρέθηκε στην καρδιά ενός υπαρξιακού λαβύρινθου αλλά και κοινωνικού διλήμματος. Το κατοχικό διαμέρισμα, ο φύλακας, το καφέ και η μεταμφίεση μπλέκονται σε μια κακοφωνία μπασκετικού παραλογισμού και προυστικού εικονισμού. Αυτός που στεκόταν στο κέντρο του αινίγματος, έβλεπε τη σιλουέτα μιας αλήθειας που διέφευγε την κατανόησή του. Ουσιαστικά καταλάβαινε για πρώτη φορά στη ζωή του ότι ήταν ηλίθιος. Ένας μεγάλος μαλάκας που περνούσε για κάτι διαφορετικό αλλά δεν κορόιδευε ούτε τον ίδιο τον ηλίθιο εαυτό του. Οι τοίχοι του διαμερίσματός του ψιθύριζαν την τελική αποκάλυψη και ο φύλακας διάβολος τον οδήγησε στο κατώφλι της δικής του κατανόησης. Το καφενείο και η μεταμφίεση, εφήμερα σαν όνειρα, χρησίμευαν ως μεταφορές για την παροδική φύση της ευτυχίας. Ακόμη κι αυτήν δεν την ευχαριστήθηκε. Ο βλαξ. Είχε κι αυτός τα κολλήματα του, πρωινός χυμός πορτοκάλι με μισό λεμόνι, μια κουταλιά λάδι το μεσημέρι και μια μπύρα μόλις πέσει ο ήλιος. Που έπεφτε; Στο νεροχύτη; Στον υπόνομο; Τα είχε καταφέρει. Δουλειά στην τοπική βιβλιοθήκη. Αν κάποιος τον ρωτούσε ποιο βιβλίο διάβασε πρόσφατα απαντούσε ότι είναι μια δουλειά σαν όλες τις άλλες. Να προχωράνε τα χρόνια. Να πέφτουν οι υπογραφές. Να μεγαλώσει το παιδί. Να πάρει μια καλή σύνταξη. Να αποφύγει τα απρόοπτα. Να φτάσει αλώβητος στο θάνατο. Αυτός. Κανένας άλλος. Κατάφερε αυτός να αγοράσει ένα σπίτι. Το σπίτι. Αυτό το σπίτι ήταν δικό του. Χωρίς παιδιά να χαλάνε τις γωνίες του καναπέ. Χωρίς σκυλιά να μυρίζουν τα μουχλιασμένα πατώματα. Κι ας είχε κάποιες ιδιαιτερότητες στις αλλαγές των θέσεων των εσωτερικών χώρων. Όμως άλλα ποθητά ακίνητα είναι σε ημιορόφους, άλλα σε ημιυπόγεια κι άλλα ετοιμόρροπα. Ανάμεσα σε κοινωνικά ζώα μαθαίνεις να κατουράς καθιστός, να κλάνεις αθόρυβα και να τρως φασολάδα έξι μέρες σερί με συνοδεία νάτσος. Ναι, πήγαινε σε γάμους αρχικά, σε βαφτίσια μετά, σε κηδείες λίγο πιο πρόσφατα. Είχε κάνει και μερικά ταξίδια σε αψίδες και ανοιχτά θέατρα αρχαίας σαδομαζοχιστικής διασκέδασης όπου διαλογίστηκε τη σχέση του με τη θεία. Λίγο πριν την οριζόντια στάση στο δρόμο του βρέθηκε ένας ζητιάνος. Μεγάλος είναι ο θεός είπε εκείνος κι άνοιξε το στόμα με τα σαπισμένα δόντια γεμάτες τροφές για μετά σε στάση χαμόγελου. Ο πανέξυπνος και πανευτυχής δανειολήπτης τον κοίταξε στα μάτια, το ένα στη μέση το άλλο στο πλάι και του απάντησε μέσες άκρες ότι δεν είναι αυτός που ψάχνει, μακάρι να τον βρει πριν τον βρει το κρύο της νύχτας και του εύχεται μακροημέρευση γενικότερα. Του έδωσε και μια σύντομη περίληψη του μετεωρολογικού δελτίου κι αποχώρησε από την κοινωνική περίπτυξη.

Άποψη τελευταία πιθανόν και οριστική 6: Κρυπτική κι Αποκαλυπτικότατη Τελευταία Πράξη

Στο τελευταίο κεφάλαιο των καταθέσεων του, ο άντρας - λήπτης τετελεσμένων αποφάσεων και οφειλέτης τρίτων υποχρεώσεων, λουσμένος στην απόκοσμη λάμψη του ελληνικού λυκόφωτος, αντιμετώπισε το αναπόφευκτο της ύπαρξής του. Το διαμέρισμα, τώρα μια απλή ηχώ με τραπεζικό ενοικιοστάσιο που έληγε τον άλλο μήνα, και ο φύλακας, ένα φάντασμα αντίκλητο που ξεθωριάζει αλλά το έχων την επικαρπία του τραπεζικού ενοικιοστασίου που έληγε τον άλλο μήνα, διαλύθηκαν χωριστά στις σκιές. Το καφενείο και η μεταμφίεση έγιναν θραύσματα ενός ονείρου που εξατμίστηκε με το χάραμα και τις ανατολίτικες μυρωδιές του κάρυ. Ξημερώνει... Τα μηνύματα ήταν ξεκάθαρα. Γραμμένα. Ζωγραφισμένα με emoji και σκιαγραφημένα σε κιτρινιάρικα post-it παντού. Πάει... Βγήκε ο ήλιος και δεν είναι πράσινος. Έτσι καθώς το πρώτο φως έσπασε το ξόρκι της ζητιάνικης νύχτας ψυχικών τραυμάτων, ο άντρας - πιστούχος της δικής του ζωής, έχοντας περιηγηθεί στη βρωμερή ταπετσαρία της ιρλανδικής οδύσσειας του, μπήκε στο αβέβαιο φως μιας αλλοτινής ημέρας. Η πόλη, τώρα ντυμένη στις αποχρώσεις του πρωινού - brunch, μουρμούρισε τα τελευταία μυστικά της - αφού σε λίγο θα κυκλοφορούσαν σε τετράκις εκατομμύρια αναρτήσεις, αφήνοντας τον πρωταγωνιστή να καταπιαστεί με την παρατεταμένη ασάφεια του νυχτερινού ταξιδιού του με τις συνεχείς στάσεις στην τουαλέτα. Ποτέ δεν θα ξανάτρωγε σκορδαλιά από το ξακουστό Κουρδιστό Γουρούνι, ακόμα κι αν ήταν τρεις φορές σερί πρώτο στην τυχερή πινιάτα. Τέλος Πάντων, μάλλον ποτέ...

Εκείνο το βράδυ είδα στο πρωινό όνειρό μου ότι με πάντρευε μια Ινδή, άγνωστο με ποιον/ποια/τι και παράλληλα αναρωτιόμουν γιατί το Incesticide άλμπουμ των Nirvana δεν χαίρει απόλυτης εκτίμησης. Μόλις ξύπνησα με χαστούκισα για το πρώτο μέρος και με χάιδεψα γιατί πάντα μου άρεσε το Incesticide. Ήταν μια μικρή νίκη του καλλιτέχνη που του δόθηκε η απόλυτη ελευθερία να κάνει το εξώφυλλο.