Παρασκευή 22 Μαΐου 2020

Μισό Αλφαβητάρι στον καιρό της Καραντίνας


(από τα “Εσώτερα κλειστών δρόμων”, συγκέντρωση σημειώσεων Μάρ-Απρ ‘20)

Α
Το ξέρω ότι όσο κι αν προσπαθήσω δεν θα γίνω πια αρεστός. Περνά ο καιρός. Δεν αισθάνομαι πια καν την ανάγκη να γίνω κάτι για τους άλλους. Τα σκυλιά των κοσμοναυτών περνάνε από δίπλα μου και κοντοστέκονται. Το ίδιο κάνω κι εγώ μέχρι οι κύριοι και κυρίες κάτοχοι αποστρέψουν το βλέμμα και τραβήξουν τις αλυσίδες.
 
Μένω σε διάφορα σημεία της πόλης. Τελευταία μου μετακόμιση ήταν όταν άρχιζαν να πετάνε στα σκουπίδια τα χριστουγεννιάτικα δέντρα. Έφτασα στην περιοχή του Ευόσμου. Αν αποφύγεις τον κεντρικό δρόμο και τον πεζόδρομο με τα τραπεζοκαθίσματα έχει αρκετές εκπλήξεις εδώ. Κουβάλησα μαζί μου το καρότσι και στη διαδρομή μάζεψα ένα σωρό χρήσιμα πράγματα. Για μένα. Επέλεξα ένα σημείο στην άκρη κάπου κοντά στην Αστυπάλαια και Ευφροσύνης. Δεν είναι συνετό να σας πω που ακριβώς. Ήδη οι κάτοικοι ενοχλούνται, ας μην φέρουμε κι άλλους σε αυτό το πανηγύρι.

Το μπουκαλάκι μου με το σαπιοκάραβο έχει καλά κλειστεί και το γυαλί με κρατάει ζεστό. Εκεί μέσα ο φελλός συγκρατεί όλες μου τις σκέψεις. Δεν παίρνει αέρα. Ξεκάθαρα σαν βεβαίωση αποδοχών φορολογικού έτους, μία μία μπαίνουν σε τάξη και με απόσταση κάθονται στα θρανία της νέας τάξης ενημερωμένων θυμάτων.

Ο καιρός άρχιζε να φτιάχνει. Λέγεται και άνοιξη αυτό. Μερικές αμυγδαλιές άρχισαν να πετάνε λευκά και ροζ άνθη και με προβλημάτιζε αυτό γιατί φοβόμουν καμιά αλλεργική κρίση. Δεν κράτησε πολύ. Έκανε πάλι κρύο κι έβρεχε. Είχα περάσει ένα σχετικά εύκολο χειμώνα, αλλά ήμουν κουρασμένος. Αδυνατώ να ορίσω πια τις ευκολίες και τις δυσκολίες με βάση τι μου διηγείται το σώμα μου. Τα αδέσποτα σκυλιά πλήθαιναν κάθε απόγευμα τριγύρω μου. Ποτέ δεν με προβλημάτισε αυτό. Ήταν η ασπίδα προστασίας μου. 

Μετά έγινε το παράξενο. Θυμήθηκα τα χρόνια της οικονομικής κρίσης που αναγκάστηκα να αφήσω τα ασφαλή μέρη μπροστά στις κάμερες των τραπεζών. Άνθρωποι κοντοστεκόντουσαν σε ουρές για να πάρουν λίγα χαρτονομίσματα. Και τότε μακριά ο ένας από τον άλλον για να μην βλέπουν τους τέσσερεις αριθμούς. Τώρα για πια δεν αγγίζονται και δεν χαζολογούν. Αφήσανε τις τράπεζες και στήθηκαν απέξω από τα σούπερ μάρκετ. Σακούλες γεμάτες και πρόσωπα κενά. 

Έμαθα ότι κλείσανε την παραλία κάτω στο κέντρο. Να μην περπατάνε εκεί. Όλοι στέκονται το απόγευμα στις τηλεοράσεις και παρακολουθούν ευλαβικά έναν τύπο που τους μοιράζει χαρτομάντιλα κι ελπίδες. Μαθαίνουν πως να πλένουν τα χέρια τους. Χρησιμοποιούν τους αγκώνες τους όταν φτερνίζονται και βήχουν. Παρόλα αυτά δεν βλέπω αρρώστους περισσότερους από τις προηγούμενες χρονιές. Ίσως φταίει ότι κάνανε μέσα στα σπίτι τους αμμόλοφους από μαλακό και ανέξοδο χαρτί υγείας. Τίποτα δεν ξεφεύγει της φθήνιας και της ματαιοδοξίας για αιώνια ζωή.

Τα πράγματα που πετάνε στα σκουπίδια είναι πια διαφορετικά. Βρίσκω ογκώδη άχρηστα αντικείμενα, λιγότερα ρούχα (αυτά τα μαζεύουν πια και τα πουλάνε οι οργανωμένες ομάδες ρακοσυλλεκτών) κι ελάχιστη τροφή. Αλλά το ξέρω ότι αυτές οι τσάντες με τις αγορές τους θα καταλήξουν σε μένα τους δύσκολους μήνες του καλοκαιριού. Πρέπει τότε να είμαι γρήγορος, χαλάνε πιο εύκολα αν είναι ανοιχτά.

Κλείσανε και τα σχολεία. Τα παιδιά προσπαθούν να βγουν έξω στα κρυφά. Έχει πλάκα να βλέπεις νεαρά ζευγάρια να ψάχνουν γωνιές να κρυφτούν. Οι αστυνομικοί κάνουν ότι δεν με βλέπουν και ξεσπάνε σ’ αυτά. Η πόλη σταδιακά αδειάζει και μου αρέσει αυτό. Ησυχία… Σκέφτομαι ότι είναι όμορφο που μένουν σπίτι. Τόσο καιρό ζητούσαν χρόνο για τον εαυτό τους. Να η ευκαιρία να αξιοποιήσουν και τα τόσα χρήματα που έδωσαν ή ακόμα χρωστάνε για τα ντουβάρια τους. Ίσως να φταίει ότι και οι θερμοκρασίες είναι αλλοπρόσαλλες. Το σίγουρο είναι ότι σταμάτησαν τα συσσίτια και αξιολογώ τις δυνατότητες τροφής μου κάθε μέρα κι από την αρχή.  

Έτσι κάθε δεύτερο πρωινό κρύβω καλά τα περιουσιακά μου στοιχεία στην συμβολή των δρόμων, κάτω από μια μικρή και βρόμικη σκάλα εγκαταλειμμένου ημιώροφου και ξεκινώ την ημερήσια εξόρμηση. Στη γωνία, λίγα βήματα παρακάτω βλέπω κάτω δυο αναμμένα τσιγάρα και σκύβω να τα πάρω. Δεν θυμάμαι τα επόμενα λεπτά, μόνο ότι ποτέ δεν γύρισα στο ίδιο μέρος. Ξύπνησα όρθιος σε έναν άλλο κόσμο. Δεν μπορώ καν να διακρίνω αν είμαι πριν ή μετά από αυτό που ζούσα εκείνη την προηγούμενη σκηνή του χρόνου μου.

Β
Η θάλασσα χαϊδεύεται από ριπές ανέμου, ζευγάρια πλέκουν με ψηφιακά συρματοπλέγματα τα αντίθετά τους χέρια, μια φάλαινα απαντάει στον ραδιοερασιτέχνη των μεσαίων κυμάτων, μία σχέση κτίζεται πάνω στις εναλλαγές εξόδου για απόρριψη ανακυκλώσιμων υλικών και μη, το φαρμακείο αναβοσβήνει την επιγραφή του σαν φάρος απόγνωσης και οι προσευχές είναι άκομψα κακόηχες λόγω έλλειψης ρασοφορεμένου μαέστρου.

Γ
Ξέρετε καμία διήγηση δεν μπορεί να βράσει σε ανοιχτή κατσαρόλα. Κι εγώ σαν τα φύλλα που βρέθηκαν σε παιδικά χέρια κι έλπιζαν ότι θα γίνουν κατασκευή για το νηπιαγωγείο, έστειλα ένα γράμμα δίχως γραμματόσημο κι όλο περίμενα τον ταχυδρόμο να μου φέρει την απάντηση. Έζησα στην εποχή που μαζεύαμε αποδείξεις. Τις κοιτούσαμε σαν νομίσματα μιας άλλης χώρας, μαντεύαμε την αξία και με τον φακό εξερευνούσαμε τα αποτυπώματα από δάχτυλα χωρίς αντισηπτικό.  Ύστερα αργά και τελετουργικά, αφήναμε τα χάρτινα κομμάτια θησαυρών μέσα στο κουτί του πάζλ, πάνω στην ντουλάπα του τελευταίου δωματίου. Κάποτε ήταν ξενώνας, μετά όλοι πήραν τα σπίτια τους και τα εξοχικά τους, κάποιοι ακόμα και τροχόσπιτα και μεγάλες σκηνές πάνω σε ρόδες κι έμεινε η θέση του επισκέπτη κενή, εκτός από τα βράδια της νέας σελήνης που ερχόταν η νεκρή γιαγιά να μάθει παραμύθια γιατί δεν πρόλαβε τότε με τις κότες και τον μπαχτσέ και τα ρούχα που όλο έβραζε με μαύρη μπογιά γιατί ήταν μόνη χρόνια πολλά. Μερικές φορές έπιανα τα μολύβια που η μια τους άκρη ήταν μασημένη. Έψαχνα για βιταμίνες ή έμπνευση ή λίγο σάλιο που δεν θα στέγνωνε στα χείλη εραστών με τα μάτια σφαλιστά και τις σκέψεις να τρέχουν σε ψηφιακό μαραθώνιο. Πάλι οι πρόγονοι θα σώσουν την κατάσταση, μια που τα εγκλήματα ξεχάστηκαν και κανείς δεν ανοίγει τα παλιά βιβλία, τα εξώφυλλα δεν έχουν διακριτικά, ούτε γυμνά μπράτσα. Ποιός θα πατήσει μια μικρή καρδιά γι’ αυτά όταν η δική του βρίσκεται στο καθαρό βαζάκι με τα αποξηραμένα βότανα για το τσάι του χειμώνα; Μερικές καμπάνες ακούγονται, κάποιοι ανέβηκαν τη σκάλα για να ρεμβάσουν κι άρχισαν να στέλνουν μηνύματα δίχως καπνό και κινητά τηλέφωνα. Στη δερμάτινη θήκη αναπαύεται η όρεξη για ζωή του πατέρα, τώρα λησμονώ που φεύγοντας πήρα μόνο τα κλειδιά του σπιτιού ενώ ήδη υπήρχαν νέοι νοικάρηδες πρώτου βαθμού που αντί για αντίτιμο γέμιζαν με εμφιαλωμένο νερό το βάζο με τα πλαστικά λουλούδια μπροστά στις φωτογραφίες. Έχτισαν και τις πτυχές του λαβύρινθου για να έχουν χώρο να βάλουν όργανα εσώκλειστης γυμναστικής. Διατάσεις οφθαλμών αντί κόκκινων αυγών από βαφή μαλλιών που έληξε. Είπα να περπατήσω μέχρι τη θυρίδα στο ταχυδρομείο. Εκείνη η απάντηση αργεί να φτάσει. Κι όμως, σκάλισα ενταύθα απέξω, αλλά δεν θυμάμαι αν το περιστέρι πήγε στην κηδεία των αποδημητικών που επέστρεψαν ή πέταξε το κλαδί από το στόμα, έφτυσε μια βρισιά στα πρωινά μου μούτρα κι απήγγειλε στίχους κλεμμένους από το λογότυπο των φορτηγών τροφοδοσίας. Όλο αναμένω να πάρω την απόφαση και να ξεκουρδίσω την κιθάρα. Επτά χορδές πλεγμένες γύρω από μικρά βάζα με χάπια. Ξέχασα το τραγούδι του δάσκαλου με τα σπασμένα νύχια, όλο έλεγε, θα μάθεις να παίζεις, τώρα αποστήθισε αυτό το βαλς, κι εγώ έκρυβα με τη σκιά μου την τελευταία διπλή κλωστή που πρόσθεσα για να βρω το δρόμο της επιστροφής. Ο μίτος αν είναι ξέμπλεκος βλέπεις το τέρμα κι οπισθοχωρείς. Καλύτερα όπως λέγανε οι παλιοί καιροί να διαβάζεις τα βιβλία από τον επίλογο και μπρος ώστε αν σε πιάσει ο ύπνος να μην έχεις χάσει και πολλά. Μόνο λίγο από τη ζωή του κυρίου μέρους σου που πάντα κάποιος θα βρεθεί να στην απαγγείλει μαζί με τη συνταγή της μαγειρίτσας από τα εντόσθια σου. Καθαρά, πλυμένα, απλωμένα, με τα πολύχρωμα μανταλάκια να τα κρατούν εκεί, τόσο σταθερά που δεν γυροφέρνουν πια μες στο στομάχι σου, κανένας πόνος κι αηδία. Το βράδυ πριν την Ανάσταση θα τους φιλέψεις λίγο φαγί για να ‘ναι ξεκούραστοι κι αμαρτωλοί καθώς φιλιούνται πάνω από τα βαρελότα και τις επαναλήψεις των ακόρντων.

Δ
Χωρίς φειδώ οι λάμπες μένουν ανοιχτές και την ημέρα, είναι τα σήματα των κομπάρσων στους ένδοξους πρωταγωνιστές που όλο και κάποτε θα περάσουν κάτω από τα παράθυρα με τα διπλά αλουμινένια κουφώματα, θα ρίξουν το λάσο τους και θα πάρουν τον οβολό των κατ’ οίκων περιορισμένων προσκυνητών – καταναλωτών.

Ε
Ξύπνησα όρθιος στον ίδιο κόσμο. Ήταν κάτι συνεχείς γδούποι που με επανέφεραν σαν τα πανάκριβα μηχανήματα αυτόματης ανάταξης. Τα δυο αναμμένα τσιγάρα στέκονταν τώρα ποδοπατημένα με τα καφέ σωθικά τους χυμένα πάνω στον αρμό από τις πλάκες πεζοδρομίου. Φυσούσε λίγο.

Από τα ίδια μπαλκόνια που χειροκροτούσαν οι ελεύθεροι (ντεμέκ) πολιορκημένοι δυο πηδήξανε ν’ αυτοκτονήσουν. Τρεις δρόμους μακριά. Στα εξήντα ο κύριος, βρέθηκε να φιλοξενείται εκεί και σε απόγνωση ή επίγνωση περπάτησε από τον τρίτο όροφο. Πιο νέα η κυρία, χωρίς δουλειά, είπαν ότι βγήκε να τινάξει τα χαλιά, την είδαν οι γέροι της γειτονιάς, καβάλησε το κάγκελο, από τον τρίτο κι αυτή, πετώντας από αυτό τον κόσμο στο τίποτα της ασφάλτου.

Την επόμενη μέρα ήταν Πάσχα. Οι ένοικοι παραξενεύτηκαν με το τι θα κάνουν τα σφαχτά και τις αλοιφές στα πλαστικά, ξυπνήσανε πιο αργά και τα βάλανε όλα στο φούρνο. Αντί για δημοτικά τραγούδια επιλέξανε κάτι γιουτιούμπερς τα παιδιά τους. Θα γίνει η κηδεία και θα μείνουν τα χαρτιά να κιτρινίζουν στις κολώνες. Τελετές χωρίς κόσμο, χωρίς τζάμπα φαγοπότι και τελικά χωρίς τρόπο να μάθουν τι έγινε. Τι πραγματικά έγινε κι όχι τι γράφτηκε στις διαδικτυακές τοπικές σελίδες.

Ζ
Η μεταμόρφωσή μου από ρακοσυλλέκτη σε νεκροθάφτη δεν πήρε πολύ. Είχα ζήσει την ίδια κατάσταση κάτι δεκαετίες πρωτύτερα. Τα θυμάμαι τόσο καθαρά. Όπως ο καπνός που έφυγε από το πεζοδρόμιο και κύλησε στην κρύα άσφαλτο. Ξεκίνησε σιγά σιγά. Με φήμες ότι εμείς δεν θα παθαίναμε τίποτα. Δούλευα τότε στο αεροδρόμιο της πόλης που πριν λίγα χρόνια είχε περάσει σε γερμανικά χέρια. Ήμουν από τους τελευταίους που διακόψανε χωρίς κανένα δημοκρατικό δικαίωμα τη σύμβαση εργασίας μου. Δεν καταλάβαμε τι κρυβόταν από πίσω. Μόνο ακούγαμε κάθε μέρα στα δελτία πληρωμένων ειδήσεων τα νούμερα να αυξάνονται, τις θέσεις να προστατεύονται, τον τρόπο να φτιάχνουμε τις δικές μας μάσκες κι οι θέσεις στα λεωφορεία μένανε για πρώτη φορά αδειανές. 

Εκείνες τις πρώτες εβδομάδες με φώναξε ένας συνάδελφος να τον βοηθήσω γιατί η μητέρα του ήταν άρρωστη. Όταν κατέληξε και πήγαμε να πάρουμε τα χαρτιά για την ταφή, εκείνος μέσα στο δράμα που ζούσε υπέγραψε τα πάντα στα τυφλά. Ήταν το θύμα που πέρασε τη χώρα στην πρώτη εκατοντάδα. Οι δημόσιοι του συστήματος υγείας είχαν καταχαρεί. Φορούσαν τα πράσινα τους χάρτινα και τσαλακωμένα στολίδια κι ονειρευόντουσαν ότι παίζανε σε σειρά συνδρομητικού καναλιού. Γενικά οι διορισμένοι ψηφοφόροι διασκέδαζαν με τον ελάχιστο χρόνο εργασίας και τις συνεχείς απολαβές τους, γεμίζοντας σακούλες και τα έντερα του μυαλού τους με άχρηστα ζωικά στοιχεία. 

Μέσα στα πρώτα δύο χρόνια η ανεργία εκτοξεύτηκε σαν ποσοστό ακροδεξιού κόμματος αντιπολίτευσης σε περίοδο θρησκευτικής κρίσης. Οι εργοδότες συνήθισαν μέσα στο πρώτο Σαββατοκύριακο να πληρώνουν λιγότερα και να απασχολούν ανασφάλιστα τα νεαρά θύματά τους. Η κυβέρνηση, καλά μαθημένη από τα σπάργανά τους, έψελνε τροπάρια ευδαιμονίας και καταστροφολογίας αν δεν κάνουν όλοι τις θυσίες τους και το σταυρό τους. Οι γυναίκες και τα αγόρια με τα αποτριχωμένα πόδια έψαχναν να βρουν εκδότες ικανούς να πληρώσουν την κοινή πραγματεία τους. Αλλά ήταν η φθήνια της εποχής που δεν ευνοούσε στύση και πωλήσεις μαζί.

Η
Δεν πήρε πολύ καιρό. Χρειάστηκε νανοδευτερόλεπτα για να αποδείξει ο καθημερινός έλληνας της διπλανής πόρτας, σε κάθε εποχή, πόσο ίδιος είναι. Θα ήθελε να τον αποκαλείς ιδιόμορφο, διορατικό και φιλότιμο. Η αλήθεια είναι ότι η εγκυκλοπαίδεια στην οποία στήριξε τη γνώση του παράλληλα χρησιμοποιούσε για να στέκεται στο ψεύτικο ύψος της σχολής αστυφυλάκων. Επιστημονικοί ορισμοί για τριχωτούς νάνους που ονειρεύονται ότι σφυρηλατούν χρυσά δόντια νεκραναστημένων εισαγόμενων πολιτικών.

Θ
Στο διάλειμμα των ετών ανάμεσα στις πανδημίες με κωδικούς αφοριστικούς αλφαριθμούς γνώρισα μία κοπέλα χωρίς κανέναν ενδοιασμό να απαγγείλει τις πρότερες στιγμές της μοναξιάς μέσα στο θορυβώδη κυκεώνα συμπρωτευουσιάνικης βλακείας. Τα σημείωνα πάνω στα κενά των βιβλίων με μικρά μασημένα μολύβια παιδιών που σταμάτησαν πρόωρα το σχολείο. Τα μάτια της ήταν σαν οθόνες χαλασμένων αναλογικών τηλεοράσεων. Το αριστερό θύμιζε την ασπρόμαυρη τηλεόραση των φοιτητικών μου χρόνων να παίζει μεταμεσονύχτια ερωτικές ταινίες στο δημοτικό κανάλι.

Προσπάθησα να κοιμηθώ περισσότερο. Τα σχολεία κλειστά όλη την εβδομάδα. Οι συνταξιούχοι δεν κυκλοφορούν όπως πριν από λίγες μέρες. Μπορώ να κάνω βόλτες από ότι ώρα θέλω. Ο καιρός είναι πολύ καλός. Άνοιξη! Τα πάντα δείχνουν ότι ο χειμώνας έφυγε, η αλήθεια είναι ότι δεν μας παίδεψε με έντονα καιρικά φαινόμενα όπως ο προηγούμενος, αλλά έφυγε κι αυτός χωρίς να αφήσει πολλές αναμνήσεις. Εκτός από μία.

Βγήκα έξω. Η παραλιακή είναι γεμάτη κόσμο. Νέοι άνθρωποι κυρίως, μικρές παρέες, με καφέδες και λίγο φαγητό στο χέρι περπατάνε στον πρωινό ήλιο. Τα λεωφορείο δεν σφύζουν από επιβάτες, αλλά και πάλι… Κατεβαίνω στο Λευκό Πύργο. Η πλατεία της ΧΑΝΘ λούζεται από φως και μ’ αρέσει αυτή η φαινομενική ησυχία. Θέλω να πάω με τα πόδια μέχρι το λιμάνι. Οι εκδηλώσεις έχουν ακυρωθεί. Όμως θα βρεθούμε εκεί στα παγκάκια με την παρέα μου. Το μουσείο φωτογραφίας είναι ένας ωραίος χώρος να επισκεφτείς. Μετά θα αράξουμε απέξω, θα βγάλουμε φωτογραφίες και θα ακούσουμε μουσική από κάποιο κινητό και φορητό ηχείο. Οι συζητήσεις θα δίνουν και θα παίρνουν για ότι συμβαίνει αλλά θα μας πάρει λίγο για να αλλάξουμε θέμα. Όλο και κάποιος θα πει καμιά χαζομάρα. Ξεκινώ με τα πόδια, η μέρα είναι τέλεια. Καθαρό φως και καλός καιρός σε μια ανοιξιάτικη Θεσσαλονίκη. 

Στην παρέα μου έχουμε ανάμεικτα συναισθήματα. Νομίζουμε ότι όλα είναι μια πλάκα. Και περνάμε καλά! Ίσως και να φταίνε όλες αυτές οι ατάκες στα σόσιαλ. Από τη μία σε κάνουν να ανησυχείς για τα πάντα και παράλληλα να απορρίπτεις τα ίδια πάντα. Οπότε κι εγώ μένω μαζί τους όταν θέλω να μην σκέφτομαι και πολλά, γελάω δυνατά, σκρολάρω ακατάπαυστα, πίνω καφέδες και μπύρες μαζί τους, τρώω μπραντς ακόμα και τις πιο άκυρες ώρες κι όταν κουραστώ τους αφήνω. Έτσι κάνουμε όλοι. Ισορροπία κοινωνικότητας.

Το ταξίδι στο πλακόστρωτο προς το λιμάνι είναι πανέμορφο. Αρκετός κόσμος περπατάει χαλαρά. Δεν βλέπεις ζευγάρια να κρατιούνται από το χέρι, ούτε σακούλες από ψώνια. Εντοπίζεις ελάχιστους τουρίστες και τα αμάξια είναι τόσα που δεν σου κάνουν εντύπωση. Το ίδιο συμβαίνει και στην πλατεία Αριστοτέλους. Εκεί μερικές γιαγιάδες και πάλι ταΐζουν τα περιστέρια που κάνουν κύκλους από πάνω και κάθονται στα άδεια μπαλκόνια των ξενοδοχείων και των φροντιστηρίων. Μια πόλη για φωτογράφιση. 

Όταν φτάνω στο τέρμα διαπιστώνω ότι συνάντησα περισσότερους ψαράδες απ’ ότι συνήθως. Άνθρωποι γυρτοί με το καλάμι τους να πραγματοποιούν τις ίδιες αέναες και χορευτικές κινήσεις με τα χέρια τους κι ολόκληρο το σώμα. Οι πολιτιστικές εκδηλώσεις έχουν περιοριστεί αλλά τριγύρω υπάρχουν τόσες ομορφιές που πρέπει να παρατηρήσεις σαν κριτικός έτοιμος να συμμετέχεις λόγω έλλειψης επαγγελματικής ανάθεσης. Στο παρασκήνιο οι φωνές των γλάρων και τα φορτωμένα σαν πολυκατοικίες μεταφορικά πλοία στα ανοιχτά της θάλασσας. Το αιώνιο βουνό του Ολύμπου απέναντι, καθαρό και χιονισμένο τοπίο ενός πίνακα που ποτέ δεν σταματάει να εκπλήσσει με την οπτική ποικιλία του.

Με τα παιδιά καθίσαμε στα ξύλινα παγκάκια της προβλήτας. Είπαμε ότι το δώρο αυτό των ενδιάμεσων διακοπών Χριστουγέννων με Πάσχα είναι ανεκτίμητο. Βγάλαμε φωτογραφίες και τις ανεβάσαμε την ίδια στιγμή. Είναι από τις πιο όμορφες που έχουμε ποστάρει ποτέ. Κι από την ανταπόκριση καταλάβαμε ότι η πόλη ζει μέσα από ένα τεράστιο ιστό κοινωνικών δικτύων. Ο καφές στο χέρι καθώς περπατάς στον ήλιο και η κουβέντα με φίλους είναι ο καλύτερος τρόπος να απολαμβάνεις μικρές στιγμές. Ο ανεπαίσθητος κυματισμός στα πόδια μας και οι γερανοί λίγο πιο κάτω συμπληρώνουν με μικρές πινελιές το τοπίο της Θεσσαλονίκης. Θα κάτσω λίγο ακόμα και θα επιστρέψω στη γειτονιά μου. 

Η πόλη αδειάζει. Αρχικά μου αρέσει αυτό. Ησυχία… Σκέφτομαι ότι είναι όμορφο να μείνω σπίτι. Τόσο καιρό ζητούσα χρόνο για τον εαυτό μου. Να ασκήσω τα ενδιαφέροντά μου χωρίς να φοβάμαι ότι τώρα θα με καλέσουν για να βγω μια βόλτα, να ακούσω μουσική μαζί με άλλους, να φάω με μεγάλη παρέα ή να κάνω μια επίσκεψη με όλο το σόι μου στο σπίτι των γονιών μου.

Δεν χρειάζομαι καμία απαγόρευση κυκλοφορίας για να μου δείξει την κρισιμότητα της κατάστασης. Αρνούμαι πια να ενημερωθώ παρά μόνο για τα απόλυτα γεγονότα και τις σημαντικές ανακοινώσεις. Τηλεφωνώ συχνά στους δικούς μου. Τους καθησυχάζω κι αρνούμαι να πάω να τους δω παρά μόνο αν είναι μεγάλη ανάγκη. Το καταλαβαίνουν. Όλοι αντιλαμβάνονται την κρισιμότητα της στιγμής. Κι είναι ιστορικής σημασίας να μπορέσουμε να μείνουμε όρθιοι και συγκαταβατικοί στα πάντα που συμβαίνουν τριγύρω μας.

Μιλάω με τον παππού μου. Φοβάται και παράλληλα αρνείται να υπακούσει και να θέλει να βγει βόλτα. Του λέω ότι μπορώ να του φέρω εγώ έξω από την πόρτα ότι χρειάζεται. Όταν μου ζητάει να πάω απλά να τον δω ή να τον συντροφεύσω για λίγο έξω νευριάζω. Προσπαθώ να του δώσω να καταλάβει ότι επειδή τον αγαπώ δεν θέλω να το κάνω αυτό. Αρχικά αντιδράει, δεν έρχομαι σε σύγκρουση. Προσπαθώ να του πω ότι όσο ο κόσμος θα συνεχίσει να γυρνάει, όχι μόνο γύρω από τον εαυτό του αλλά και σε ένα τεράστιο σύμπαν όπου τα πάντα έχουν μια τροχιά, εμείς θα είμαστε μαζί, έτοιμοι να απολαύσουμε τα πανέμορφα τοπία, τις ηχηρές μουσικές, τις λέξεις που κεντάνε ένα παραδοσιακό σχέδιο σε σύγχρονο κάδρο και μπορούμε να περπατάμε μαζί ακόμα και από μακριά. Δείχνει να ηρεμεί.

Ψάχνω στη βιβλιοθήκη μου βιβλία που στοίβαζα τόσα χρόνια. Τα ανοίγω ένα – ένα. Ακόμα και σ’ αυτά που δεν είχα σημειώσει κάτι (άρα μάλλον δεν είχα διαβάσει) θυμάμαι στιγμές κι αποφασίζω να δημιουργήσω κι άλλες μαζί τους. Αυτή τη φορά η ανάγνωση θα είναι το κυριολεκτικό καταφύγιο. Προσπαθώ να μην κοιτώ την οθόνη του κινητού. Τελευταία ανάβει για κάθε λογής είδηση, συνήθως καταστροφολογιών ή άλλων με αδιάφορης χρήσης λέξεων κλειδιά.

Σκέφτομαι ότι έχω μία βιβλιοθήκη για να περάσω ολόκληρη τη ζωή μου μέσα της. Επίσης παράλληλα θέλω να ανακαλύψω κι άλλα πολλά. Δεν έχω μια κρυστάλλινη γυάλα για να δω τι θα συμβεί αύριο ή ακόμα και το επόμενο λεπτό. Έχω μια θέληση να ζήσω και να νιώσω εκπλήξεις, θυμό, χαρά και πόνο. Μαζί μου θέλω και ανθρώπους να μοιραστώ τις εμπειρίες αυτές. Κι αν σήμερα υπάρχει ένα κενό ανάμεσά μας είναι για να πετάξουμε χέρι – χέρι σύντομα.

Στην τηλεόραση τα πράγματα είναι χαοτικά και παράλληλα γελοία. Μετά το πρώτο μισάωρο με τις ειδήσεις γεμάτες κρούσματα παλιά, κρούσματα νέα, κρούσματα πραγματικά και κρούσματα πιθανότατα ψευδή, αρχίζουν οι άλλες, οι δήθεν πολιτιστικές. Όταν ο Θεός έχει κέφια κάποιοι λένε, εγώ όμως αρχίζω να χάνω τα δικά μου. Δεν μπορώ πια να ακούω τα ίδια και τα ίδια. Οι πάντες συζητάνε γι' αυτό. Αναρωτιέμαι για τα θέματα της στατιστικής επιστήμης και πως θα εξηγούσε τα ποσοστά που ανακοινώνονται σε σχέση με τον αριθμό δημόσιων προσώπων που χαμογελαστά νομίζουν ότι παράγουν θεάρεστο έργο λέγοντας ότι νοσούν. Το μακιγιάζ καλύπτει τόσο το πρόσωπο όσο και τα λεγόμενα αυτών των ειδήσεων. Ακόμα κι αν δεχτώ την κρισιμότητα, που την δέχομαι, και την αναγκαιότητα όλων αυτών των μέτρων πρόληψης, που κι αυτήν την δέχομαι, δεν μπορώ παρά να γελάσω πικρόχολα με την εικόνα των συμπολιτών μου, τουλάχιστον όπως μου την παρουσιάζουν μέσα από επίπεδες οθόνες κι επίπεδες απόψεις.

Κάθε λεπτό ρωτάω αν άξιζε όλο αυτό. Σε λίγο τα στοιχεία από τα κινητά μας τηλέφωνα θα είναι διαθέσιμα σε υπηρεσίες, πιθανότατα όχι μόνο κρατικές, για να εντοπίσουν ποιοι από εμάς ανήκουν στον επικοινωνιακό κύκλο των νοσούντων. Ο πυρήνας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων φέτος θα χτυπηθεί ακόμα περισσότερα. Χωρίς συγκατάθεση, για το καλό όλων (μας). Μερικές φορές προσεύχομαι για πλήρη κακοκαιρία ψηφιακών υπηρεσιών. Αλλά κι αυτές οι προσευχές μένουν στον πάτο καλυμμένες από στρώματα αιθανόλης και φθηνού αντισηπτικού. Η λατρεία μετακόμισε στα εσωτερικά των σπιτιών μας κι από εκεί μπήκε σε κάποιο συρτάρι μαζί με τα λοιπά άχρηστα αντικείμενα παρελθοντικών αναζητήσεων. Όταν έχεις μάθει να κάνεις τα πάντα με καθοδήγηση σου φαίνονται όλα τόσο λογικά, ακόμα κι αν εσύ δεν τα καταλαβαίνεις ή δεν βρίσκεις ιδιαίτερο νόημα σε μερικά. Ίσως δεν έδωσες βάση σε εκείνα τα μαθήματα των Αρχαίων και της Βιολογίας. Λες να φταίει που στα Θρησκευτικά δεν εξηγούνταν η θεωρία της εξέλιξης και στη Φυσική οι νόμοι των θρησκειών;

Αναρωτιέμαι πως είναι δυνατόν να κρατήσεις μέσα στα σπίτια εκατομμύρια συνταξιούχους και άλλα τόσα παιδιά, ελληνικής ή διαφορετικής καταγωγής. Ανθρώπους που αν δεν βρέχει δύσκολα μπορείς να τους περιορίσεις αφού τόσα χρόνια τους "πουλούσες" το παραμύθι του ήλιου και της θάλασσας, της φιλοξενίας και του καθαρού αέρα. Ξαφνικά ο αέρας βρόμισε. Εκείνη η μοναδική λέξη "φιλότιμο" θα πρέπει να κάνει την εμφάνιση της μέσα από κείμενα επιστημονικής φαντασίας, πάνω σε άρμα με άλογα που ίπτανται του λευκού πύργου και όλης της σκακιέρας. Σε λίγο κατόπιν ευρωπαϊκών συμβουλών θα υπάρξει κι επίσημα κατ' οίκων περιορισμοί. Ανθρώπινες μάζες μπροστά σε κάθε λογής οθόνες θα αφήνουν το σώμα και το πνεύμα να τρέφεται με στοιβαγμένα μακαρόνια από πολυεθνικά σουπερ μάρκετ; Πιθανόν.

Υποχρεωτική εφαρμογή, λένε στα νέα, κι εγώ δεν θέλω να ακούω άλλα νέα. Ο πατέρας μου κλείστηκε στο σπίτι και μου δήλωσε ότι δεν θα ανοίξει σε κανέναν για να προστατέψει τον ίδιο και την μητέρα μου. Τα αδέρφια μου πήραν τα παιδιά τους και τους μίλησαν επί ώρες. Δημόσιοι υπάλληλοι και οι δυο τους, κάθισαν στην οικία και φυλάνε εναλλάξ με τους συζύγους βάρδιες στην πόρτα εξόδου. Το μόνο σίγουρο σ' αυτήν την εποχή είναι ότι το διαδίκτυο υπάρχει για να μας κρατάει σώφρονες μέσα στο αηδιαστικό περιτύλιγμα του. Αδυνατώ να πιστέψω ότι ακόμα και τόσα πολλά χρόνια καλλιεργημένου φόβου στις τελευταίες γενιές μπορούν να συγκρατήσουν στο εσωτερικό άσχημων πολυκατοικιών ανθρώπους. Όμως και πάλι μήπως υπερβάλω για ελεύθερη βούληση κατόπιν ελεύθερης σκέψης; Τότε γιατί εχθές το βράδυ υπήρχαν τόσα πηγαδάκια με τη συντροφιά σύγχρονων ποπ - λαϊκών ασμάτων και περίεργα έβηχαν λίγο πριν σκάσουν στα γέλια όταν περαστικοί τους κοιτούσαν κάτω από τις εικονικές μάσκες καταδοτών;

Ξαναπιάνω το βιβλίο μου. Αυτό κάνω συνέχεια. Διαβάζω λίγο, το αφήνω, ανοίγω το κινητό, ξανά από την αρχή, μια επανάληψη που διακόπτεται από συχνές ποσότητες φαγητού κι ελάχιστα υγρά. Η καλή διάθεση που είχα στην αρχή του διημέρου με εγκατέλειψε όπως και ο καλός καιρός. Όταν τελειώσει όλο αυτό πολλά πράγματα θα έχουν κλονιστεί. Αναμένω την ανθρωπότητα και κυρίως την ελληνική κοινωνία να αποδείξει ότι πραγματικά μπορεί να αναλογιστεί την ευθύνη της συμβίωσης μέσα στις δομές των κοινοτήτων, όπως οικογένεια, εργασιακός χώρος, παρέες κ.ά. ώστε να καταλάβω ότι κι από αυτό κάτι καλό ήρθε. Στην πιθανότατα αντίθετη περίπτωση κρατώ τα βιβλία μου και συνεχίζω να ταξιδεύω. Δεν θα κρατήσει πολύ. Έτσι πιστεύω. Από το φινιστρίνι της φαντασίας μου μερικοί καπνοί μου φαίνονται τόσο ισχνά ίσιοι που καταλαβαίνω ότι ο χρησμός είναι τυχαία λανθασμένος.

Βρίσκομαι ανάμεσα στις προσωπικές μου συμπληγάδες. Από τη μία η γιαγιά αγνοεί κάθε λέξη που μέχρι τώρα αποστήθιζε από την τηλεόραση και το βροχερό πρωινό βγαίνει στολισμένη σαν σε κηδεία επιστήθια φίλης της. Πήγε στην Κυριακάτικη Λειτουργία. Από την άλλη τα ανίψια μου, κάτι σαν τους Χιούι, Λιούι και Ντιούι ξεχύνονται στην νύχτα της συμπρωτεύουσας προς αναζήτηση υπαίθριας ημιπαράνομης καντίνας για αγορά αλκοολούχων όχι διαλυμάτων αλλά ποτών. Ποια από τις δυο αυτές κοινωνικές τάξεις να σιχτιρίσεις πρώτη; Η ερώτηση παύει να έχει κάποιο νόημα όταν αργά το απόγευμα, την ώρα που τα δελτία ειδήσεων και τρομολαγνείας ζηλεύουν την δόξα του μπαλκονιού αλλά παρόλα αυτά υπάρχει ένα ποσοστό πειθήνιων ντόπιων περίπου σαν το κόμμα των 25ημερών ή μοιρών στροφής. Είναι ξεκάθαρο αυτό που ζω. Μια πρώιμη παρέλαση γιατί θα αναβληθεί η επόμενη εθνική εορτή. Κοιτώ ψηλά μήπως υπάρχει και κάποια τιμητική αναχαίτιση, αλλά τελικά απλά πετώ τα σκουπίδια κι επιστρέφω στη θαλπωρή του άστοχου χάσταγκ μας.

Ενημερώνομαι ότι στα σούπερ μάρκετ υπάρχουν πια κλητήρες. Ένα παλιό επάγγελμα του κουτσομπόλη που γνώριζε τα πάντα λόγω της θέσης του στην είσοδο των πολυκατοικιών, αποκτά νέα αισθητική και αναβαθμίζεται. Μετριούνται τα νομιμοποιημένα τετραγωνικά όπως και οι πελάτες που παραμένουν στωικά στις ουρές κρυμμένοι πίσω από στοίβες χαρτιών υγείας και συσκευασίες ζάχαρης. Μέχρι να έρθουν οι κάρτες για ν' ανοίγουν οι πόρτες του παραδείσου. Και μετά περιμένεις να καταλάβει ο πληθυσμός την εκθετική αύξηση των κρουσμάτων κι ότι η προσωπική υγιεινή πάει χεράκι με την κοινή λογική. Πουθενά δεν πάνε αυτά, μόνο στην κηδεία της ανθρωπιάς και της αγαπημένης εθνικής λέξης, κεντημένο σεμεδάκι για τον τοίχο, φιλότιμο, σαν μάρκα ακριβού κρασιού.

Οι ανοιξιάτικες μέρες θα συνεχιστούν. Ελάχιστο καυσαέριο στην ατμόσφαιρα. Άνθρωποι που κυκλοφορούν με μάτια και πίσω στην πλάτη κι άλλοι αδιάφοροι ή καλά κρυμμένοι πίσω από τις μάσκες προσώπου τους. Ένα παιχνίδι κινήσεων χωρίς στρατηγική. Στον αγώνα των εντυπώσεων θρονιάζονται νικητές και δαφνοστεφανώνονται οι Ιταλοί που έχουν προνοήσει για δωρεάν πορνό με καταϊδρωμένους τους ντόπιους αποτυχημένους ινφλουέτζερς (sic) και τις προτροπές τους για φιλαναγνώστες. Όλα μέσα σε συσκευασίες συνωμοσιών. Είχαν προβλεφθεί, ήταν αναμενόμενα κι άλλα τέτοια από ανθρώπους που αναζητούν τους από μηχανής θεούς τους.

Η Κίνα από όπου ξεκίνησε ο ιός, έχει αναχαιτίσει τα κρούσματα. Η πόλη όπου πωλούνται άγρια ζώα για τις τεχνητές ανθρώπινες ανάγκες έγινε μέρος επίσκεψης αξιωματούχων οι οποίοι κι έστειλαν υλικό από το στοκ τους στις πρώτες πληγμένες χώρες της Ευρώπης. Η σύζυγος του Ισπανού πρωθυπουργού νοσεί, ενώ οι χώρες που πρώτες αντιμετώπισαν την κρίση αρχίζουν να εμφανίζουν καθησυχαστικά νούμερα. Στην άλλη μεριά του Ατλαντικού και σε μια επανάληψη της στάσης κοντά στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, η εκεί μεγαλοδύναμη προσπαθεί να βγει κερδισμένη χωρίς να ρίξει κάποια βόμβα στην Ασία αυτή τη φορά. Αποσύρεται από το Ευρωπαϊκό έδαφος και αλλάζει τη σημασία των δηλώσεων αναλόγως με το άνοιγμα του χρηματιστηρίου κάθε μέρα. Ο κύκλος του αυγού (τεχνοκράτες) και της κότας (λαϊκιστές) έχει ξανά πολλούς δρομείς μέσα του.

Ίσως να ξαναπεράσω από το σούπερ μάρκετ τώρα που μεσημεριάζει. Δεν ξέρω κι αν έχουμε και σήμερα κανένα διαδικτυακά οργανωμένο ραντεβού στα μπαλκόνια. Να ευθυμήσουμε και να ονειρευτούμε τον μόσχο τον σιτευτό που τόσο μας έλειψε. Φαντάζομαι τα πασχαλινά τραπέζια, ξέχειλα από ζωικά προϊόντα και ζωώδη ένστικτα. Όμως βιάζομαι. Προσωρινά ας κάνω μια ανανέωση στο φίντ μου και να πάω να πιω μισό κουταλάκι αντισηπτικό να στανιάρω. Κι είμαστε ακόμα στην αρχή λένε οι επιστήμονες. Όταν οι άλλοι ανακοινώνουν ότι το καταπολεμήσαν στα εργαστήρια, εμείς ακούμε πρωθυπουργούς να τραγουδάνε και φαντάζομαι ήδη τους γλύπτες στην αγορά της Κίνας να λαξεύουν τους σύγχρονους άτλαντες. Ομαλοποίηση παγκόσμιας οικονομίας με δασμούς εν όψη! Οι υπόλοιποι θα τρέχουν να καλύψουν τις χαμένες ώρες λατρείας και τις καρδούλες στα σόσιαλ.

Ι
Νομίζω ότι ξέμεινα από σπίρτα. Ή βραχήκαν τα βεγγαλικά από τα μάτια μου και τίποτα δεν γράφουν στον ουρανό της πόλης. Νομίζω ότι έρχονται χωρίς κανένα ενδοιασμό. Να παίξουν με το σώμα που άφησα ανάμεσα στις σακούλες χωρίς ειδικό τέλος αντί-ρύπανσης. Νομίζω ότι η Μνήμη ισούται με Μηδέν και το νησί εξόκειλε σε λάθος Μήτρα. 

Κ
Το βράδυ παρατήρησα τις γάτες να κυκλοφορούν με τεράστια αυτοπεποίθηση ανάμεσα στα άδεια πεζοδρόμια και τους ήσυχους δρόμους. Χωρίς φόβο κάτω από την λάμψη μιας παλιάς ταινίας του ’80. Ξαφνικά μπροστά μου σχηματίζεται το διαμέρισμα του πρώτου ορόφου με τις αλουμινένιες μπαλκονόπορτες. Εκείνους τους χειμώνες που υπήρχαν τοίχοι τριγύρω μου και δεν με ενοχλούσε το κρύο. Κι ήταν περισσότερο από αυτό των τελευταίων ετών. Ακόμα κι από πρόπερσι που το χιόνι παρέλυσε ένα βράδυ την πόλη κι οι άνθρωποι περπατούσαν με τις ώρες, κάτι ανάμεσα σε παλιμπαιδισμό και παλινδρόμηση μεγάλης ποσότητας αλκοόλ και γκουρμέ χριστουγεννιάτικων πιάτων. 

Μπροστά στην πλατεία, που τότε ακόμα είχε υψωμένους μαντρότοιχους, σκουριασμένες κούνιες και πάντα φρεσκοκουρεμένο χορτάρι, έσβησα πολλές τούρτες γενεθλίων. Μετά έμεινα μόνος. Δεν είχε γούστο έτσι, οπότε κι έπιασα δουλειά. Έμαθα να κοροϊδεύω με μεγάλη ταχύτητα τους παρόχους λίγων χρημάτων για τη διαβίωσή μου εκτός χαρτόκουτων. Ήταν μια λεπτή γραμμή συμφωνίας, βρισίματος και κουνήματος του κεφαλιού καθώς το βλέμμα πλανιέται λίγο πάνω από τον αριστερό τους ώμο. Μέχρι εκεί έφτανα κι ήταν επιτυχημένη η παράσταση.  

Λ
Άραγε σου αφιέρωσε κανείς ένα βιβλίο; Τόσο σου άρεσε να διαβάζεις, να χαρίζεις, να μοιράζεις λέξεις γεμάτες συναισθήματα, αφού εσύ δεν προλάβαινες παρά μόνο να γεμίζεις τα ποτήρια νερό και να κρύβεις κάτω από το χαλί τα λάθη και τα δάκρια. Τώρα ένα καντήλι μόνο, που η μάνα προσπαθεί να κρατάει καθαρό, όπως το αμάξι προσπαθεί να ανέβει τον παγωμένο δρόμο κι ο φύλακας φωτίζεται σαν άγγελος από το διπλανό μοναστήρι. Φταίει το κινητό τηλέφωνο που είναι στη μέγιστη διαύγεια οθόνης λόγω μυωπίας του εργαζομένου και ο γειτονικός ηλεκτρικός σταθμός.

Μ
Μίσος μέσα από χαιρετισμούς. Μονάδες άσπιλες και μολυσμένες που δεν κατανοούν τη διαφορά μεταξύ ψυχικής και σωματικής γύμνιας. Μάνα δίχως υλικά να ψήσει τον μαγικό ζωμό. Μηδέν εις το πηλίκιο του έφεδρου που όλο κι αναμένει το κάλεσμα για να πάρει προαγωγή. Μήπως περάσανε τόσες δεκαετίες και κάπου χάθηκε ο γαλανόλευκος φάκελος; (Περιμένατε την άλλη λέξη από «Μ», έτσι δεν είναι; Η μοναξιά όμως γράφεται με «Ν»).

Ν
Δεν μπορώ να ενώσω τα σημεία του χρόνου… Αδυνατώ να ορίσω τους αριθμούς και τις εντολές που με κατακεραυνώνουν καθημερινά από δελτία και κοινωνικά δίκτυα. Θέλησα να κάνω μια καταγραφή, όμως κάθε εισπνοή μου είχε θανάτους και οι εκπνοές έβγαιναν άχρονες και βιασμένες. 

Έκλεισα κάθε συσκευή. Άφησα τους ήχους από το μολύβι να γρατζουνάνε το λαιμό μου αντί για καπνό. Οι λέξεις δεν έβγαιναν όπως κάθε άλλη φορά. Η γένεση τους καθυστερούσε μέσα στο σύννεφο από νεκρά χελιδόνια και κιγκλιδώματα θαλάσσης. Που είναι οι συγγραφείς της παρέας μου όλα αυτά τα χρόνια; Οι φίλοι που μοιράζονται τη χαρά με την ίδια ευκολία που μαρτυράν τη θλίψη; Και τα χέρια μου γιατί αρνούνται να τραβήξουν το μυαλό σε αντίθετη κατεύθυνση από την απαγόρευση κυκλοφορίας; Δεν χωρώ σε κανένα μήνυμα μέσα και το χαρτί που συμπληρώνω έχει συνέχεια διορθώσεις, παραπομπές και άχαρα σχέδια απόγνωσης.

Καθημερινή πλοκή ενός ανιαρού μυθιστορήματος. Τεράστια ποσότητα πληροφορίας και επαναλαμβανόμενα μοτίβα συμπεριφοράς και κενών λόγων με ανόητους υπέρτιτλους. Φτιάχνω συνέχεια φύλλα προστασίας για τα βιβλία μου. Ντύνω τον Καμύ λευκό, τον Νικολά με χαρτί συσκευασίας καφετί, ο Μπορίς έχει για πουκάμισο ένα λεκιασμένο από λάδι χαρτί και η Κική φόρεσε διαστημική πανοπλία με αλουμινόχαρτο. Προχωράμε μαζί. Κάτω από τα ξύλα της σοφίτας που βρέθηκα ηθελημένα και κάθομαι κάθε στιγμή στο χαμηλό της παράθυρο να παρατηρώ τον έξω κόσμο που είναι τόσο κοντά μου και όμως δεν θέλω να αγγίξω. Ίσως με φόβισαν οι μέρες δίχως έργα.

Αμφισβητώ τη σοφία των παρευρισκομένων κατόπιν αλφαριθμητικών μηνυμάτων περιπατητών. Πράττουν χωρίς συνείδηση, ίσως από αντίδραση, όπως καταναλώνουν κάθε λογής συναλλαγές, ανέπαφα και βιοποριστικά ανούσια. Ακόμα και η μαγειρική έχει μέσα τις ακτίνες από τις ηλεκτρονικές συνταγές, δονήσεις από τις φωνές τηλεπαρουσιαστών και συμβουλές δασκάλων άνευ φαντασίας. Κι όμως, εγώ φανταζόμουν ότι αυτό που όλοι ευχόμασταν να μας συμβεί δεν θα συνέβαινε ποτέ. Συνέβη. Και τώρα σπαταλάμε τις σταγόνες αυτού του χρόνου χωρίς σύνεση, χωρίς βούληση, αόριστα και με ιδιοτέλεια των στιγμών που συγκεντρωμένες έχουν περισσότερο σίδηρο τόσο από τις κατάλληλες τροφές όσο κι από τα κάγκελα της προσωπικής φυλακής μας.

Μου είναι εύκολο να γυρίσω πίσω το χρόνο. Θυμάμαι τις αμυγδαλιές να γράφουν με άσπρα και ροζ άνθη το λογότυπο της άνοιξης στο γαλανό ουρανό. Τους συμπαίχτες μου στις λαϊκές αγορές να καταστρώνουν μεγαλόπνοα πλάνα για την Καθαρά Δευτέρα, τη Σαρακοστή, το Πάσχα και τέλος να καθαρίζουν το τροχόσπιτο στο μόνιμο κάμπινγκ, αυτή τη χρονιά ένα ακόμα κερδισμένο τετράγωνο πιο κοντά στην παραλία. Μόνο το ψυγείο φαίνεται να σκούριασε, παρόλο που ο χειμώνας δεν ήταν βαρύς.

Έπειτα κοροϊδεύαμε την ετοιμότητα και πλαστικότητα των πράξεων μιας ηπείρου μακρινής. Ραδιοφωνικοί παραγωγοί επευφημούσαν τις ειδήσεις των νοσοκομείων τριών ημερών και συσκευών εντοπισμού πολιτών σαν μέρος του μεγάλου καρνάβαλου. Μέχρι που χτύπησε την πόρτα. Μέσα σε μια συσκευασία καταναλωτικών κι αχρείαστων αγαθών αγορασμένα χωρίς σκέψη, με τσαλακωμένο από ιδρώτα χρήμα. Από τα δυτικά. Εκεί είχαμε εναποθέσει την εμπιστοσύνη μας τελευταία, φίλια προσκείμενη ράτσα που επισκέπτεται με ιστιοπλόα κι εμείς ανταποδίδουμε με κατάποση υψηλής ραπτικής.
Σαν άρχισαν οι εκατοντάδες να πλησιάζουν τις χιλιάδες, οι μέρες να σκοτεινιάζουν παρόλο που οι ώρες τους αυξανόντουσαν και οι γιαγιάδες να απαγορεύεται να ασκούν το άθλημα της προσοχής επόμενων γενεών μπροστά σε άγνωστες συσκευές, τρομάξαμε. Πλάσαμε νέους μύθους κι ιστορίες για να σπαταλήσουμε το χρόνο κι εγώ πλανήθηκα και σ’ αυτό το σύμπαν που ποτέ δεν αγάπησα. Με παρακολούθησα μπροστά σε διαφόρων διαστάσεων οθόνες να πανικοβάλλομαι και να σπέρνω τρανά λιπαρά συσκευασμένων τροφών στα εσώτερα μου. Κι εκεί σταμάτησα.

Βγήκα από την αγέλη, ξέρω καλά τον τρόπο, χρόνια εκπαίδευση και μαεστρία κινήσεων χρειάζεται. Όχι κρυφά από το βλέμμα του ήλιου, εκεί από κάτω του κι ας κρύβεται στα ανοιξιάτικα σύννεφα. Σήκωσα στις σκεβρωμένες από τα χρόνια άχαρης δουλειάς πλάτες όλο το εσώτερο βάρος και σαν Άτλας είπα να σώσω το συκώτι μου και ν’ αρνηθώ για μαξιλάρι τον ουρανό. Έφτιαξα μέρα με τη μέρα μια σχεδία από τα ξύλα που ζυμώθηκαν με αναμνήσεις και γνώσεις σαράντα και βάλε ημερών. Παρέκαμψα τα κιγκλιδώματα της παραλίας από ψηλά κι έδεσα στον κάβο ενός αραγμένου μεταλλικού τόξου. Ταλανίζομαι ακόμα εκεί, εδώ.

Μπορείς να με δεις; Φαίνομαι από το μικρό παράθυρο του φωταγωγού. Αλλά δεν κοιτάς. Είσαι οικιοθελώς τυφλός, σκύβεις και παρατηρείς το λεκιασμένο πεζοδρόμιο, ψάχνεις στα σκουπίδια πεταμένες δόξες αγνώστων γειτόνων σου, χαϊδεύεις από μακριά νεογνά γατιά αλλά δεν κοιτάς εμένα. 

Τώρα που ο καιρός πήρε να φτιάξει, αισθάνομαι καθαρότερος από ποτέ μέσα σ’ αυτή την άνοιξη. Θα γίνω και σοφότερος. Δεν μπορεί, έχω διαβάσει τόσα και δεν θα τα σβήσουν με γομολάστιχα από τις σκέψεις μου οι τρεις εβδομάδες οικιοθελούς νοητικής χαλάρωσης. Παραμένω ένα σύνολο υδατανθράκων και νερού που ίπταται γιατί έχει βούληση. Αρνούμαι να προσγειωθώ κι ας κρυώνω κάποια βράδια κι ας πεινάω όλες τις ώρες που δεν κουνώ τα χέρια μου στο χορό της αγαλλίασης. Προσδοκώ μια ματιά ψηλότερα από το σβέρκο, αυτήν που θα βάλει το ένα χέρι για αντηλιά και θα μου ψιθυρίσει τόσο δυνατά «Έλα, ήρθε η ώρα. Δεν είσαι μονάχος». 

Θα με βρει να στέκομαι αυτό το πολύχρωμο δευτερόλεπτο, με καθαρή ψυχή κι αλέκιαστες μνήμες. Μια αγκαλιά να κάνω με το καλάθι των προσφορών παραμάσχαλα, κατόπιν να τεντώσω τα ακροδάχτυλα και να τραβήξω τον κόσμο ολάκερο, γυμνό κι άδειο από γκριζωπούς οβολούς, εδώ… μαζί μου. Δεν θα ‘μαι πια μονάχος μου, ποτέ.

Ξενοφών Λαζαρίδης, Ηλιόλουστο, 22 Μαΐου 2020
Κείμενα απ’ τον καιρό της καραντίνας Μάρτιος – Απρίλιος 2020

Ο Ξενοφών αποκλείστηκε πριν 44 χρόνια στον ηλιόλουστο τόπο που οι κάτοικοί του φτύνουν και οι απόμακροι φθονούν. Εργάστηκε στον τομέα εξυπηρέτησης πελατείας, αηδίασε κι αποσύρθηκε πρόωρα για τους συντοπίτες του, καθυστερημένα για τους δαίμονες του.
Έχει γράψει διάφορα διηγήματα κι αφηγήματα με ονόματα που κι ο ίδιος ξέχασε. Δημιουργεί ήχους και περπατάει στις σκιές που αφήνουν οι φιλοδοξίες σας για μια καλύτερη ζωή. Εκεί θα τον βρείτε.