Πέμπτη 9 Απριλίου 2020

Αυτός ο Απρίλης με το διπλό εικοσάρι και τα κλειστά σχολειά.


Δεν μπορώ να ενώσω τα σημεία του χρόνου… Αδυνατώ να ορίσω τους αριθμούς και τις εντολές που με κατακεραυνώνουν καθημερινά από δελτία και κοινωνικά δίκτυα. Θέλησα να κάνω μια καταγραφή, όμως κάθε εισπνοή μου είχε θανάτους και οι εκπνοές έβγαιναν άχρονες και βιασμένες. 

Έκλεισα κάθε συσκευή. Άφησα τους ήχους από το μολύβι να γρατζουνάνε το λαιμό μου αντί για καπνό. Οι λέξεις δεν έβγαιναν όπως κάθε άλλη φορά. Η γένεση τους καθυστερούσε μέσα στο σύννεφο από νεκρά χελιδόνια και κιγκλιδώματα θαλάσσης. Που είναι οι συγγραφείς της παρέας μου όλα αυτά τα χρόνια; Οι φίλοι που μοιράζονται τη χαρά με την ίδια ευκολία που μαρτυράν τη θλίψη; Και τα χέρια μου γιατί αρνούνται να τραβήξουν το μυαλό σε αντίθετη κατεύθυνση από την απαγόρευση κυκλοφορίας; Δεν χωρώ σε κανένα μήνυμα μέσα και το χαρτί που συμπληρώνω έχει συνέχεια διορθώσεις, παραπομπές και άχαρα σχέδια απόγνωσης.

Καθημερινή πλοκή ενός ανιαρού μυθιστορήματος. Τεράστια ποσότητα πληροφορίας και επαναλαμβανόμενα μοτίβα συμπεριφοράς και κενών λόγων με ανόητους υπέρτιτλους. Φτιάχνω συνέχεια φύλλα προστασίας για τα βιβλία μου. Ντύνω τον Καμύ λευκό, τον Νικολά με χαρτί συσκευασίας καφετί, ο Μπορίς έχει για πουκάμισο ένα λεκιασμένο από λάδι χαρτί και η Κική φόρεσε διαστημική πανοπλία με αλουμινόχαρτο. Προχωράμε μαζί. Κάτω από τα ξύλα της σοφίτας που βρέθηκα ηθελημένα και κάθομαι κάθε στιγμή στο χαμηλό της παράθυρο να παρατηρώ τον έξω κόσμο που είναι τόσο κοντά μου και όμως δεν θέλω να αγγίξω. Ίσως με φόβισαν οι μέρες δίχως έργα.

Αμφισβητώ τη σοφία των παρευρισκομένων κατόπιν αλφαριθμητικών μηνυμάτων περιπατητών. Πράττουν χωρίς συνείδηση, ίσως από αντίδραση, όπως καταναλώνουν κάθε λογής συναλλαγές, ανέπαφα και βιοποριστικά ανούσια. Ακόμα και η μαγειρική έχει μέσα τις ακτίνες από τις ηλεκτρονικές συνταγές, δονήσεις από τις φωνές τηλεπαρουσιαστών και συμβουλές δασκάλων άνευ φαντασίας. Κι όμως, εγώ φανταζόμουν ότι αυτό που όλοι ευχόμασταν να μας συμβεί δεν θα συνέβαινε ποτέ. Συνέβη. Και τώρα σπαταλάμε τις σταγόνες αυτού του χρόνου χωρίς σύνεση, χωρίς βούληση, αόριστα και με ιδιοτέλεια των στιγμών που συγκεντρωμένες έχουν περισσότερο σίδηρο τόσο από τις κατάλληλες τροφές όσο κι από τα κάγκελα της προσωπικής φυλακής μας.

Μου είναι εύκολο να γυρίσω πίσω το χρόνο. Θυμάμαι τις αμυγδαλιές να γράφουν με άσπρα και ροζ άνθη το λογότυπο της άνοιξης στο γαλανό ουρανό. Τους συμπαίχτες μου στις λαϊκές αγορές να καταστρώνουν μεγαλόπνοα πλάνα για την Καθαρά Δευτέρα, τη Σαρακοστή, το Πάσχα και τέλος να καθαρίζουν το τροχόσπιτο στο μόνιμο κάμπινγκ, αυτή τη χρονιά ένα ακόμα κερδισμένο τετράγωνο πιο κοντά στην παραλία. Μόνο το ψυγείο φαίνεται να σκούριασε, παρόλο που ο χειμώνας δεν ήταν βαρύς.

Έπειτα κοροϊδεύαμε την ετοιμότητα και πλαστικότητα των πράξεων μιας ηπείρου μακρινής. Ραδιοφωνικοί παραγωγοί επευφημούσαν τις ειδήσεις των νοσοκομείων τριών ημερών και συσκευών εντοπισμού πολιτών σαν μέρος του μεγάλου καρνάβαλου. Μέχρι που χτύπησε την πόρτα. Μέσα σε μια συσκευασία καταναλωτικών κι αχρείαστων αγαθών αγορασμένα χωρίς σκέψη, με τσαλακωμένο από ιδρώτα χρήμα. Από τα δυτικά. Εκεί είχαμε εναποθέσει την εμπιστοσύνη μας τελευταία, φίλια προσκείμενη ράτσα που επισκέπτεται με ιστιοπλόα κι εμείς ανταποδίδουμε με κατάποση υψηλής ραπτικής. 

Σαν άρχισαν οι εκατοντάδες να πλησιάζουν τις χιλιάδες, οι μέρες να σκοτεινιάζουν παρόλο που οι ώρες τους αυξανόντουσαν και οι γιαγιάδες να απαγορεύεται να ασκούν το άθλημα της προσοχής επόμενων γενεών μπροστά σε άγνωστες συσκευές, τρομάξαμε. Πλάσαμε νέους μύθους κι ιστορίες για να σπαταλήσουμε το χρόνο κι εγώ πλανήθηκα και σ’ αυτό το σύμπαν που ποτέ δεν αγάπησα. Με παρακολούθησα μπροστά σε διαφόρων διαστάσεων οθόνες να πανικοβάλλομαι και να σπέρνω τρανά λιπαρά συσκευασμένων τροφών στα εσώτερα μου. Κι εκεί σταμάτησα.

Βγήκα από την αγέλη, ξέρω καλά τον τρόπο, χρόνια εκπαίδευση και μαεστρία κινήσεων χρειάζεται. Όχι κρυφά από το βλέμμα του ήλιου, εκεί από κάτω του κι ας κρύβεται στα ανοιξιάτικα σύννεφα. Σήκωσα στις σκεβρωμένες από τα χρόνια άχαρης δουλειάς πλάτες όλο το εσώτερο βάρος και σαν Άτλας είπα να σώσω το συκώτι μου και ν’ αρνηθώ για μαξιλάρι τον ουρανό. Έφτιαξα μέρα με τη μέρα μια σχεδία από τα ξύλα που ζυμώθηκαν με αναμνήσεις και γνώσεις σαράντα και βάλε ημερών. Παρέκαμψα τα κιγκλιδώματα της παραλίας από ψηλά κι έδεσα στον κάβο ενός αραγμένου μεταλλικού τόξου. Ταλανίζομαι ακόμα εκεί, εδώ.

Μπορείς να με δεις; Φαίνομαι από το μικρό παράθυρο του φωταγωγού. Αλλά δεν κοιτάς. Είσαι οικιοθελώς τυφλός, σκύβεις και παρατηρείς το λεκιασμένο πεζοδρόμιο, ψάχνεις στα σκουπίδια πεταμένες δόξες αγνώστων γειτόνων σου, χαϊδεύεις από μακριά νεογνά γατιά αλλά δεν κοιτάς εμένα. 

Τώρα που ο καιρός πήρε να φτιάξει, αισθάνομαι καθαρότερος από ποτέ μέσα σ’ αυτή την άνοιξη. Θα γίνω και σοφότερος. Δεν μπορεί, έχω διαβάσει τόσα και δεν θα τα σβήσουν με γομολάστιχα από τις σκέψεις μου οι τρεις εβδομάδες οικιοθελούς νοητικής χαλάρωσης. Παραμένω ένα σύνολο υδατανθράκων και νερού που ίπταται γιατί έχει βούληση. Αρνούμαι να προσγειωθώ κι ας κρυώνω κάποια βράδια κι ας πεινάω όλες τις ώρες που δεν κουνώ τα χέρια μου στο χορό της αγαλλίασης. Προσδοκώ μια ματιά ψηλότερα από το σβέρκο, αυτήν που θα βάλει το ένα χέρι για αντηλιά και θα μου ψιθυρίσει τόσο δυνατά «Έλα, ήρθε η ώρα. Δεν είσαι μονάχος». 

Θα με βρει να στέκομαι αυτό το πολύχρωμο δευτερόλεπτο, με καθαρή ψυχή κι αλέκιαστες μνήμες. Μια αγκαλιά να κάνω με το καλάθι των προσφορών παραμάσχαλα, κατόπιν να τεντώσω τα ακροδάχτυλα και να τραβήξω τον κόσμο ολάκερο, γυμνό κι άδειο από γκριζωπούς οβολούς, εδώ… μαζί μου. Δεν θα ‘μαι πια μονάχος μου, ποτέ.