Κυριακή 29 Μαΐου 2022

Γώγος και Στελάρας

Ο Ρούλης έχει απασχολήσει αρκετές φορές τη συγγραφική μου ματαιοδοξία. Όχι όμως και το δίδυμο των παιδικών μου χρόνων, ο νάνος λαχειοπώλης και ο τρελός με το ποδήλατο. Αυτοί οι δυο ήταν φίλοι. Ο νάνος ερχόταν και στο μαγαζί με τους καφέδες, ήξερε τον θείο μου και όταν κάποια καλοκαίρια κρατούσα το καφεκοπτείο για να πάνε διακοπές οι γονείς μου με τους θείους μου αυτός περνούσε από 'κει, όχι τόσο συχνά όσο ο ''κατάσκοπος Μαγκούζο'' όπως λέγανε οι φίλοι μου τον μεγάλο αδερφό του θείου και της γιαγιάς μου, αλλά αρκετά συχνά. Τον λέγανε Γιώργο, κι όλοι τον φώναζαν Γώγο, κρατούσε πάντα ένα ξύλινο ραβδί για να φτάνει στα ψηλά, διακόπτες - ράφια κτλ, αλλά τα μικρά παιδιά νομίζαν ότι θα τους χτυπούσε μ' αυτό και τον φοβόντουσαν. Ελάχιστες φορές φώναζε σε κανένα και τα τρόμαζε πιο πολύ για πλάακα ή σαν άμυνα γιατί τα μεγαλύτερα τον κορόιδευαν λιγάκι. Ο Γώγος δεν χαμογελούσε κι απ' όσο θυμάμαι καθόταν μόνος κοντά στο σταθμό των λεωφορείων ή στη πλατεία και στο πάρκο. Προφανώς δεν ζούσε αρκετά πλουσιοπάροχα από τις πωλήσεις λαχείων κι έτσι κοιμόταν στα παγκάκια του νοσοκομείου, στα έλατα κοντά στη μικρή εκκλησία. Επίσης παρόλο που βρισκόταν σε μια φτωχική επαρχία τις δεκαετίες του '70, '80 κι '90 νομίζω δεν έζησε τον κατοπινό ρατσιστικό διαχωρισμό κι εξευτελισμό των ανθρώπων. Έτσι ο Γώγος παρέμεινε ο νάνος - λαχειοπώλης της πόλης και ο καλύτερος φίλος του Στέλιου, ή αλλιώς Στελάρα. Αυτός, πάνω στο ποδήλατό του με τους μεγάλους καθρέφτες, με τις τσέπες ξεχειλισμένες από χαρτομάντηλα και τα λόγια που έφτυνε σχεδόν ακατάλυπτα, περιδιάβαινε στην κεντρική οδό 21η Ιουνίου. Χαρακτηριζόταν άτομο κατάλληλο να φιλοξενηθεί στη ψυχιατρική κλινική της πόλης, οπότε και διέμενε στους θαλάμους, προστατευόμενος από τις καιρικές συνθήκες, το ίδιο διάστημα που ο φίλος του Γώγος κρύωνε στα παγκάκια απέξω. Ο Στελάρας πλήρωνε τη φιλοξενία και τη διατροφή στο νοσοκομείο με τη διασκέδαση που άθελα του κατέληξε να παρέχει στους γιατρούς και τους εργαζόμενους του άσχημου εκείνου μέρους. Έβριζε πολύ και κάθε φορά που κάποιος γιατρός, νοσηλευτής ή τραπεζοκόμα τον άκουγε γελούσε και τον πρότρεπε να συνεχίσει. Μερικοί που ερχόταν από τη γειτονική μεγαλούπολη του έδιναν και κανένα ψιλό. Έτσι κατέληξε μια ατραξιόν της άσχημης επαρχίας ενώ αραία και που φαινόταν να χαλαρώνει στη σκιά των δέντρων μαζί με τον Γώγο. Προφανώς αυτοί ήταν οι πρώτοι γραφικοί χαρακτήρες της πόλης που μεγάλωσα από το δημοτικό και μετά. Ο Ρούλης εμφανίστηκε λίγο αργότερα, όταν τα παιδιά ενοχλούσαν απρόκλητα τους τρελούς κι οι φωνές τους άρχιζαν να ψυχαγωγούν αλλά λιγάκι και να ενοχλούν τους μεγαλύτερους κατοίκους αυτής της προσφυγικής περιοχής. Λίγο, τόσο όσο οι λεγεώνες των αδέσποτων σκυλιών στο μέρος που οι γείτονες έβαζαν νεκρούς αρουραίους στο πατάκι της διπλανής εξώπορτας. Λίγο μετά κατέφθασαν σαν κερασάκια πάνω στο προσφυγικό γλυκό κοπράων η δημιουργική λογιστική, τα αγροτικά πριμ των χορτάτων αγροτών, οι βολευτές των δυο μεγάλων κομμάτων και τα παχυλά γλέντια γάμων και βαφτισιών. Σημείωση: ο Γώγος δεν γελούσε, δεν φώναζε, ο Στελάρας είχε πάντα ένα θλιμμένο ύφος και κατάντησε ο γελοτοποιός των ηλιθίων, κακών και καλοπληρωμένων δημοσίων υπαλλήλων και ψηφοφόρων. Πέθαναν με λίγη χρονική διαφορά.

Κυριακή 1 Μαΐου 2022

Χωρίς τις Μύγες πως θα βρεις τις ακαθαρσίες;

Οι γκρι μου κάλτσες, δίπλα μου... Μερικά σαλιγκάρια απ' αυτά τα λεπτά, λευκά της γης αυτοκτονούν παρακάτω απ' τα λασπωμένα παπούτσια μου. Ταλαιπωρημένος. Δεν βρέχει. Το σύννεφο σκόνης απ' την Αφρική με κάνει να θέλω να μεταναστεύσω στην Ισλανδία. Αλλά δεν μ' αφήνω λόγω των παιδιών και των γονιών που 'χω, των γατιών και των χρυσόψαρων που δεν έχω κτλ κτλ... Οι γλάροι μπερδεύονται πιθανών απ' τα φυτοφάρμακα που ψεκάζουν οι χωρικοί ντυμένοι αστροναύτες και ψάχνουν για σκουπίδια, εγώ πιστεύω ότι έχουν καλή όραση ή όσφρηση και γι' αυτό πετάνε έτσι πάνω απ' το χωριό. Αν είχαν μεταμφιεστεί σε γύπες θα ντυνόμουν ο νεκροθάφτης απ' τα Λούκυ Λουκ. Βαρέθηκα τους ανθρώπους που μόνο ζητάνε και δεν είναι πολιτικά και κοινωνικά διεθνοποιημένοι στα ζητήματα του σύγχρονου πολέμου. Αντιθέτως έχουν άποψη για κάθε Ρούλα και Μπάμπη, δύο εθνικά ονόματα που καθόλου τυχαία δεν βρίσκονται στην επικαιρότητα. Τι κρίμα που δεν λιώνουν τα έθνη από βιτριόλι. Έγκλημα πάθους κι όχι λάθους θα ήταν, όπως τότε με τον παπά και την καθαρίστρια και το καθημερινό μοντέλο που δεν διέγραψε τον Νώντα και νιώθω να 'χω σταματήσει στη Λωρίδα Έκτακτης Ανάγκης, λίγο πριν απ' το χώρο στάθμευσης κι η Άρτεμη με μαρμάρωσε πριν προλάβω ν' ανακουφιστώ. Η μόνη μου ευθύνη είναι να κρατώ τα πόδια μου ζεστά κι ας φυσάει κι ας σκορπίζει τα σήματα του λευκού καπνού. 

(Μεγαπλάτανος, 3η μέρα κλαδέματος - όχι του παραδοσιακού κι ΕλληνΟρθόδοξου ποδοσφαιρικού αλλά τ' άλλου του γνήσιου γεωργικού).

...ξεκούρδισα τη φυσαρμόνικα για να μπορώ να συνεννοηθώ με τις δεκαοχτούρες,
δεν υπάρχουν οδηγίες για το πως να συμπεριφερθείς μετά το πέρας της οικογενειακής θαλπωρής,
παίρνουν κεφάλια - όχι αστεία - κι άντε εσύ να γεμίσεις το ποτήρι αγιασμένο σιτάρι χωρίς δάχτυλα...