Παρασκευή 26 Ιανουαρίου 2024

Μερικοί Παρ-άγραφοι Έρωτες στην Πόλη του Χάους

Εκείνος ήταν ένας ασπρομάλλης - μακρυμάλλης και λίγο ατημέλητος και θα τον έλεγες και όχι πολύ καθαρό. Καθόταν πάντα δεξιά του Βουκεφάλα ή μπροστά στο μαγαζί Λεωφόρος με ένα αυτοσχέδιο σημειωματάριο στο χέρι κι όλα έγραφε και διάβαζε και παρατηρούσε. Κάπου εκεί μέσα στις πολυγυρισμένες σελίδες υπήρχε κι η ιστορία με το εγκαταλελειμμένο αρχοντικό στην οδό Μαύρης Πέτρας. Εκεί που κάποτε ζούσε η πιο όμορφη γυναίκα της Θεσσαλονίκης. Δεν παντρεύτηκε ποτέ, δεν έκανε οικογένεια. Πόσο κόστισε αυτό στην ίδια αλλά και στους συγγενείς της είναι εύκολο να το καταλάβει κανείς ακόμα και μισό αιώνα μετά. Αυτή κάθε βράδυ άναβε όλα τα φώτα, που έκαιγαν μέχρι να ξημερώσει και χόρευε στη μουσική δίσκων γραμμοφώνου. Λέγετε ότι ανήκε σε εβραϊκή οικογένεια που ξεκληρίστηκε τότε με τη μάζωξη στα καμιόνια της πλατείας Ελευθερίας. Όμως αυτή επέζησε. Όπως κι εκείνος ο πλανόδιος μουσικός που έπαιζε βιολί στην Φιλαρμονική της Βιέννης. Μοίρα σκληρή τον κυνήγησε σε ολόκληρη την Ευρώπη που γύρισε μέχρι να ριζώσει στη Θεσσαλονίκη. Καθόταν σε μια γωνία απέναντι από το Λευκό Πύργο και έπαιζε βαλσάκια κι άγνωστους για τους ντόπιους σκοπούς. Ένα βαρύ χειμώνα βρέθηκε κάποιος να του δώσει κλειδί και τα βράδια κοιμόταν στα καμαρίνια του Κρατικού Θεάτρου. Αυτό μόνο αν δεν είχε παράσταση την επομένη γιατί η μυρωδιά του χρειαζόταν αρκετές ώρες για να φύγει και οι Ελληνίδες ντίβες την εντοπίζαν. Εκείνες τις φορές που δεν μπορούσε να βρει εσωτερικό καταφύγιο στην εκκλησία του θεάτρου έφτανε σχεδόν μέχρι το Ποσειδώνιο. Εκεί περνούσε τη νύχτα σε μια είσοδο οικοδομής στην Ανθέων, φιλοξενούμενος ενός εύσωμου άστεγου που ξεχειμώνιαζε παρέα με πολλές γάτες. Την επομένη ξεκινούσε νωρίς για πίσω. Μερικές φορές έφτανε απέξω απ' το καπηλειό του Αντώνη, στην Παύλου Μελά. Αν τύχαινε να δει μέσα τον Τσιτσάνη που σύχναζε κατά εκεί του έκανε νόημα. Εκείνος τον καλούσε κι έτρωγαν γαλέο και φασόλια και έπιναν πολύ βαρελίσια ρετσίνα. Μια-δυο φορές έπαιξε αυτός βιολί και ο άλλος μπουζούκι εκεί. 

Εκείνοι ήταν ένα ζευγάρι που ό,τι καιρό και να έκανε, κάθε μέρα, έβγαιναν βόλτα νωρίς το πρωί στην Παλιά Παραλία. Με ήλιο ή με βροχή, με ζέστη η με κρύο, με ομίχλη η με τρελό παγωμένο Βαρδάρη, χρόνια πολλά, πηγαινοέρχονται πιασμένοι χέρι χέρι από το Λευκό Πύργο στο Λιμάνι. Κάποτε ήταν νέοι. Μετά και για αυτούς τα χρόνια πέρασαν και τα βήματα έγιναν πιο αργά. Σχεδόν συρώμενα πάνω στις νέες πλάκες της Νέας πια Παραλίας. Τα τελευταία χρόνια καμπουριασμένοι, εκτός από πλαστικές σακούλες γεμάτες με προσωπικά απαραίτητα πράγματα, σπρώχνανε κι ένα καρότσι τις μέρες δίχως δυνατό αέρα. Μέσα είχε ένα μικρό παιδί που ποτέ δεν έκλαιγε. Όταν έφταναν στο ύψος της Γενικής Κλινικής, αυτή έβγαζε τα παπούτσια της, πάντα φοράνε την ίδια μάρκα σε αγορίστικο και κοριτσίστικο χρώμα, και καθόταν στην περίφραξη ενός παιδικού πάρκου κι αυτός πήγαινε να πάρει καφέ από το απέναντι μαγαζί. Λέγεται ότι κάποτε κατοικούσαν στον τόπο με τα βατόμουρα, ή αλλιώς "Αρσακλί" ή "Ακσακλί", δηλαδή στο Πανόραμα. Εκεί ήταν οι πρώτοι ένοικοι σε ένα παλιό Μουσουλμανικό σπίτι του 18ο αιώνα. Όταν ο άντρας έπιασε δουλειά στο ζαχαροπλαστείο του Ελενίδη άρχισαν να έχουν κοινωνική ζωή κι επειδή το μέρος εκεί υπαγόταν παλιότερα στο "ναχιγιέ" της Καλαμαριάς, προσπαθούσε να κάνει τον κυρ Γιάννη να φτιάξει υποκατάστημα προς τη θάλασσα. Τελικά ένα βράδυ ψάχνοντας στο ξύλινο πατάρι του σπιτιού του βρήκε ένα μπαούλο με τουρκικά βιβλία μαγειρικής. Εντύπωση του έκανε μια συνταγή με ξεροψημένο φύλλο γεμισμένο με έντονη γλυκιά κρέμα. Το προσπάθησε την επομένη και όλοι έμειναν εμβρόντητοι με τη γεύση του γλυκού. Τελικά για να μην διαρρεύσει από που προήλθε η συνταγή τον έστειλαν με τη γυναίκα του προς τη θάλασσα όπου άνοιξαν ένα μικρό ζαχαροπλαστείο - υποκατάστημα και το διαχειριζόταν αυτός. Το σπίτι κατεδαφίστηκε μετά από μια περίεργη φωτιά τον επόμενο μήνα, ανήμερα Πρωτομαγιάς. 

Εκείνη ήταν πολύ μικρή, μαθήτρια στην πρώτη Γυμνασίου όταν κάποτε είχε έρθει ένα υπαίθριο τσίρκο στη Θεσσαλονίκη και έδωσε παράσταση στον ανοιχτό χώρο της ΧΑΝΘ. Δεν θα ξεχάσει ποτέ έναν άνδρα που είχε ανέβει σε μια σκαλωσιά μπορεί και 20 μέτρα ψηλή και από εκεί βούτηξε σε μια δεξαμενή με νερό, που είχε βάθος ενάμιση μέτρο το πολύ. Δεν ήταν κάτι πολύ περίεργο για εκείνη την εποχή. Όμως μαζί του βούτηξε και μια τίγρης. Αυτό που της έκανε εντύπωση ήταν ότι δίπλα της καθόταν ο συμμαθητής της Διονύσης και αγκάλιαζε τη Ζωή, το ξανθό μωρό όπως την αποκαλούσαν όλοι. Ο πατέρας της Ζωής ήταν αξιωματικός είχε παντρευτεί κρυφά τη μητέρα της όταν ήταν ακόμα στην Ευελπίδων. Ήταν μια από τις πιο όμορφες γυναίκες της Θεσσαλονίκης που λόγω του φιλντισένιου της προσώπου την αποκαλούσαν κερένια κούκλα και η κόρη της Ζωή δεν πήγαινε καθόλου πίσω. Όταν τελείωσε η παράσταση προσπάθησε να ακούσει τι λέγανε, το μόνο που ξεχώρισε ήταν μια φράση του Διονύση, κάτι σαν "Να γίνουμε μοντέρνοι, να πάμε μπροστά, χωρίς να χάσουμε την ψυχή μας" και μετά της έκλεισε ραντεβού για την επομένη στη διασταύρωση των οδών Αγίας Σοφίας και Τσιμισκή. Εκεί βρισκόταν ένα σινεμά και ο πατέρας της βρέθηκε στην πρεμιέρα μια ταινίας με τίτλο "Χωρίς Ιδανικά" παραστάθηκε και ο πρωταγωνιστή Κώστας. Με το τέλος της ταινίας οι θεατές πήραν σηκωτό τον πρωταγωνιστή, τον μετέφεραν σε παρακείμενο σφαιριστήριο, τον ανέβασαν πάνω στο μπιλιάρδο και από κάτω φώναζαν "Θέλουμε Ιδανικά!". Ο πατέρας της έφερε πίσω μόνο ένα φεϊγβολάν που κυκλοφόρησε για το κοινό τη μέρα τη μέρα εκείνη και έγραφε "Τα Διονύσια (έτσι λεγόταν το σινεμά) κρίνονται ως το τελειότερον οικοδόμημα του είδους εν Ανατολή και από απόψεως αρχιτεκτονικής και από απόψεως διακοσμήσεως. Περιλαμβάνει μετά των θεωρείων 1000 καθίσματα". Αργότερα έμαθε από μια κυρία εβραϊκής καταγωγής ότι τα "Διονύσια" στη γερμανική κατοχή λειτουργούσαν ως στρατιωτικός προπαγανδιστκός κινηματογράφος "Βικτώρια" καθώς από την προηγούμενη δεκαετία ο ιδιοκτήτης συνεργαζόταν με τη μεγαλύτερη κινηματογραφική εταιρεία της Γερμανίας, την UFA, που διέθετε αποκλειστικά γερμανικές ταινίες με μεγάλους ηθοποιούς της εποχής. 

Εκείνο ήταν ένα αδέσποτο σκυλί της πόλης. Σύχναζε στο κέντρο, μεταξύ Αγίας Σοφίας και Αριστοτέλους. Όταν μεσημέριαζε τριγυρνούσε στις ταβέρνες της περιοχής. Έτρωγε τα πάντα εκτός από την περίφημη σπεσιαλιτέ γνωστού εστιατορίου, που γινόταν με ό,τι περίσσευε την προηγούμενη μέρα στα ταψιά και τις κατσαρόλες της κουζίνας, αλλά ενίοτε και στα πιάτα των πελατών. Ο σκύλος, ίσως γιατί ήταν και καλοταϊσμένος, δεν ακουμπούσε ποτέ ότι του πετούσαν από το πασίγνωστο εκείνο ταβερνείο. Μερικές φορές στις βόλτες του έφθανε μέχρι τον Λευκό Πύργο κι από εκεί χανόταν κι εμφανιζόταν έπειτα από λίγες ώρες στους βράχους δίπλα στον Άγιο Νικόλα τον Ορφανό εντός των τειχών της Άνω Πόλης, μεταξύ των οδών Ηροδότου και Αποστόλου Παύλου. Η Θεσσαλονίκη είχε διαχρονικά πληθώρα στοών κι υπόγειων διαδρόμων που ένωναν διάφορα σημεία από το παλάτι του αυτοκράτορα στο Ιπποδρόμιο μέχρι το ναό του Αγίου Δημητρίου. Ο πρώην δήμαρχος της πόλης Σωτήρης έπαιζε μικρός σε αυτές τις τεράστιες στοες κι έτσι του ήρθε η ιδέα να τις χρησιμοποιήσει για να φτιάξει εύκολα και γρήγορα μετρό. Αφού ήταν τόσο ευρύχωρες για να χωράνε την άμαξα του αυτοκράτορα, σίγουρα θα χωρούσαν τους πολίτες της πόλης που δεν είχε ούτε τραμ. Ο σεισμός του 1978 είχε βέβαια καταστρέψει αυτές τις σύραγγες και το έργο του Μετρό Θεσσαλονίκης κατέληξε να είναι μια τρύπα χορηγήσεων δίχως πάτο. Ο Σωτήρης, όταν δεν εξελέγει βουλευτής το 2004 αποφάσισε να κάνει με τις παλιές του γνωριμίες ένα τελευταίο δώρο για τις μαζικές μεταφορές της πόλης, το λεωφορείο 78Ν ή αλλιώς Το Υπηρεσιακό. Εκείνα τα χρόνια λοιπόν, κάθε βράδυ μετά τα μεσάνυχτα, κυκλοφορούσε στους δρόμους ένα λεωφορείο, σταματούσε στις στάσεις, έπαιρνε του ξενύχτηδες και τους άφηνε στην πόρτα του σπιτιού τους. Ήταν αρκετοί οι τακτικοί χρήστες που με τον καιρό γνωριζόντουσαν και φατσικα. Μαζί τους μερικοί απόκληροι της κοινωνιας και καθώς πρέπει πρώην χρήστες ταξί μετά συντρόφων τους. Υπήρχαν μαρτυρίες ότι ο σκύλος της Αγίας Σοφίας είχε θεαθεί πέραν της μίας φοράς να χρησιμοποιεί το 78Ν ή αλλιώς Το Υπηρεσιακό, το οποίο μετά από κοινές καταγγελίες ταξιτζήδων και συζύγων άλλαξε όνομα κι έγινε επίσημα Το Νυχτερινό.

ακουλουθεί φωτο-ρομάντζο

Η γραμμή που χρηματοδοτούνταν από ιδιώτες ορθοπεδικούς και φυσιοθεραπευτικά κέντρα.

Το τελειότερον οικοδόμημα του είδους εν Ανατολή, πριν τον πόλεμο.

Το τελειότερον οικοδόμημα του είδους εν Ανατολή, με κάλυψη - απόκρυψη, κατά τον πόλεμο.

Οι Θεσσαλονικείς δωσίλογοι και τα Μακεδονίτικα Τάγματα Ασφαλείας, αυτόνομα και με γερμανικές ενδυμασίες και γερμανικά όπλα, έδιναν λόγο κατευθείαν στον κατακτητή και σε κανέναν άλλο. 

Θεσσαλονικείς αλλά Εβραίοι, δεν είναι το ίδιο, να φύγουν να πάνε στα στρατόπεδα τους. Τελικά με λίγη βοήθεια έφυγαν, ή μάλλον με καμιά απολύτως βοήθεια. Άγνωστο αν ακολούθησε γλέντι με σουβλιστά αρνιά και κρασί οργανωμένο από τους κατά τόπους Δημάρχους της εποχής. Δεν έμενε χρόνος από το μοίρασμα. 

Δευτέρα 15 Ιανουαρίου 2024

Ιδανικές Σκιές στο Δανεικό Φεγγαρόφως

τι με κάνει διαφορετικό; γιατί είμαι καλύτερος από την αεροσυνοδό που έφυγε από τη μικρή πόλη, γυρίζει τους αιθέρες ακόμα κι αν δε βλέπει κάθε πόλη σαν τουρίστρια και στο τέλος έχει μείνει πολύ περισσότερο από εμένα κι ας είναι τα μισά μου χρόνια σε μια καθαρή κι ωραία πρωτεύουσα που εγώ την ονειρεύομαι και αυτή την κατακρίνει; γιατί εγώ μπορώ να θάβω μόνος μου το λάκκο μου, να γκρινιάζω, να βλέπω τη μόλυνση του τόπου που κατ' επιλογή μένω, να μη μου αρέσει η κίνηση στους δρόμους, να μη μου αρέσει η μεγάλη πόλη κι όμως να βιάζομαι να επιστρέψω εκεί; γιατί εγώ δεν σκέφτομαι καν το πως θα δραπετεύσω από αυτό που δηλώνω με κάθε ευκαιρία ότι δε μου αρέσει και συνάμα κατηγορώ και κρίνω όλους τους τριγύρω μου που μου κάνουν παρέα στο να μη κάνουν τίποτα, καμιά διορθωτική κίνηση.

με έμπνευση τα πιο πάνω τα Χριστούγεννα του '23, αποφάσισα να γράψω τα παρακάτω το Γενάρη του '24.

Μία Ασυμφωνία Σκοταδιστών και Πρεμιέρες σε Επανάληψη

Άποψη σαν εισαγωγική σκηνή 1: Το Διαμέρισμα που Εξαφανίζεται

Σε μια πόλη ντυμένη στο αέναο λυκόφως της αποκάλυψης νέων μοντέλων iPhone, ο πρωταγωνιστής μου, ένας άνθρωπος χωρίς παρελθόν, διέμενε σε ένα διαμέρισμα που έμοιαζε να κυμαινόταν σε διαστάσεις. Δηλαδή το αποχωρητήριο ήταν περίπου διπλάσιο από το μισό της κουζίνας. Αλλά αυτό μόνο μετά το μεσημεριανό χέσιμο. Κορύφωση αισθήσεων κοντινής απόλαυσης με πολυκαιρισμένο μαύρο τσάι. Η ιστορία δεν διαδραματίστηκε, όμως μπορεί και να συνέβει τη μέρα που έστειλε το γράμμα. Το πικραμένο. Τα δωμάτια εξαφανίστηκαν εκείνη τη νύχτα, αντικαταστάθηκαν από διαδρόμους που δεν οδηγούσαν πουθενά. Εκείνο το πουθενά που είναι αδύνατον να υπάρξει ανάμεσα από εκατομμύρια φωτογραφίες, δισεκατομμύρια αναζητήσεις και πολλάκις τρισεκατομμύρια αναρτήσεων - ομολογιών. Για να επιστρέψουμε στο σπιτικό που κάθε νοικοκύρης ονειρεύεται αλλά μόνο αυτός απέκτησε με εκατοντάδες δόσεις, οι τοίχοι ψιθύριζαν ανησυχητικά μυστικά και κάθε τρίξιμο των σανίδων του δαπέδου αντηχούσε τη μοναξιά μέσα. Δεν είχε πάρει την απόφαση να σπύρει γάτες στο σπίτι, είχε ακόμα μερικά όρθια ηχεία με ξύλο αγριοκερασιάς και κάθε φορά που φανταζόταν τα νύχια ενός ζώου επάνω τους η αμέσως επόμενη σκέψη ήταν το κακόμοιρο κατοικίδιο στον αέρα, έξω από το μπαλκόνι, να πετάει, να δοκιμάζει τη βαρύτητα, από τον πάνω όροφο, ευθεία γραμμή με το σκληρό - τσιμεντένιο - πεζοδρόμιο. Ξυπνούσε κάθε βράδυ σε μια διαφορετική διαμόρφωση της κατοικίας του, περνώντας μέσα από καφκικούς διαδρόμους και παραγράφους που αψηφούσαν τη λογική. Μέσα στην αταξία, αναδυόταν μια αίσθηση οικειότητας, μια ανησυχητική άνεση μέσα στο χάος της παροδικής κατοικίας του. Ξύπνος ή κοιμισμένος; Σε όνειρο ή σε αναγκαστική δίαιτα; Για λίγο αναρωτήθηκε αν έπρεπε να ακολουθήσει τη συμβουλή του μπαμπά - του γείτονα - του φίλου - του παπά - του περιπτερά - του αφεντικού και ν' αποφασίσει επιτέλους την αγορά ενός άλλου σπιτιού. Κάτι που να το μάθει όλος ο κόσμος, δηλαδή ο μπαμπάς - ο γείτονας - ο φίλος - ο παπάς - ο περιπτεράς - ο αφεντικός. Η διαδικασία ήταν ξεκάθαρη, κάνεις την κουράδα κουλουράκι. Η απόλαυση έρχεται στο τέλος. Με το ρέψιμο.

Άποψη για το διάλειμμα 2: Ο Αινιγματικός Φρουρός

Κατά τη διάρκεια μιας από τις νυχτερινές του περιπλανήσεις, συνάντησε έναν φύλακα που στεκόταν φρουρός σε μια πύλη στο πουθενά. Πως βρέθηκε εκεί; Τι είχε καταναλώσει πρωτύτερα; Ποιο να ήταν εκείνο το οινοπνευματώδες που κατάφερε να τον κάνει να πετάξει σαν σερβιέτα με φτερά; Ο φύλακας, μια φασματική φιγούρα με κούφια μάτια, μιλούσε με γρίφους παρότι νέος και φύλαγε ένα πέρασμα που οδηγούσε σε ένα αδιευκρίνιστο βασίλειο. Ο άντρας - πρωταγωνιστής - αγαπητικός του εαυτού του, παρασυρμένος από έναν σουρεαλιστικό καταναγκασμό, ακολούθησε τον φύλακα στην άβυσσο, όπου η πραγματικότητα και η ψευδαίσθηση μπλέκονταν. Σε αυτό το πεδίο, ο χρόνος έχασε το νόημά του. Τα ρολόγια έλιωσαν όπως οι πίνακες του Νταλί πάνω στο μπλε ενός ουρανού του Μιρό με συννεφάκια από κάτι που έβγαινε από μια πίπα του Μαγκρίτ και το αρσενικό βρέθηκε παγιδευμένο σε έναν οριακό χώρο, όπου το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον συνενώνονται σε μια αινιγματική συνέχεια. Εκεί πέρα ξεκαθάρισε στον εαυτό του και στη μελλοντική ψυχολόγο του ότι τα πάντα οφείλονταν στην δεκαετία των τριάντα του χρονών. Τότε που το άγχος χτυπούσε παλμούς μέσα στο παχύ έντερο και το άλλο το ψιλό είχε δεθεί από μόνο του σε προσκοπικό σταυρόκομπο. Μπορούσε να είχε συμπεριλάβει στο γράμμα ένα κεφάλαιο για εκείνα τα χρόνια. Ήταν τόσες οι ιστορίες. Όπως εκείνη που έκανε να φάει δεκαπέντε μέρες, η άλλη με τα λεφτά που χρωστούσε στον τοκογλύφο της απέναντι πολυκατοικίας ή εκείνη με το οικογενειακό φαγητό όταν ήρθε ο αρχιμαλάκας θείος από το Αμέρικα-Αμέρικα.

Άποψη πηγαίνοντας στο μπαρ 3: Το Καφέ με τα Εξαφανισμένα Ποτήρια και τα Ιπτάμενα Πιατάκια

Αναζητώντας καταφύγιο από τους αποπροσανατολιστικούς διαδρόμους, τις κομματικές πεποιθήσεις των τριγύρω του, τις συνεχόμενες πιέσεις του οικογενειακού του περιβάλλοντος να συνάψει σύμφωνο φιλίας με την φερέλπιδα ιδιοκτήτρια του διπλανού διαμερίσματος με σκοπό την ένωση τους, ο άνδρας - υποκείμενο - ζωντανή εικόνα κοινωνικού δικτύου και αφελής ποδοσφαιριστής στην παιδική ηλικία έπεσε πάνω σε ένα καφέ που υλοποιήθηκε στις πιο απροσδόκητες γωνιές της πόλης. Δηλαδή στη γωνιά που βρέθηκε εκείνος τότε. Οι θαμώνες, πρόσωπα σκοτισμένα από τη φούγκα του σεφερικού αισιόδοξου παραλογισμού, συνομιλούσαν σε μια γλώσσα που μόνο αυτοί καταλάβαιναν. Αυτό νομίζανε οι ίδιοι τουλάχιστον αφού δεν είχαν πρόσβαση στην επιλογή υπερτίτλων σε κάθε γλώσσα από πάνω τους. Εποχή ευκολίας σε όλα εκτός από την κάθετη έξοδο από δημόσιο νοσοκομείο. Η σερβιτόρα, μια απόκοσμη φιγούρα με μισό μπλε μισό πράσινο μαλλί και φράντζα λευκή στο χρώμα του μελλοθανάτου φαλακρού, σέρβιρε φλιτζάνια καφέ που είχαν γεύση ξεχασμένων αναμνήσεων. - Φέρε μου το κουβαδάκι μου από την παραλία στα ΚΑΑΥ του Λιτοχώρου, ψέλλισε αυτός κι αμέσως το μετάνιωσε. - Όχι! Άστο καλύτερα. Θα πάρω την επιλογή νούμερο τρία από το μενού για ηλίθιους ή πρεσβύωπες. Δεν ξεκόλλησε το βλαμμένο βλέμμα του από το φερμουάρ του παντελονιού του. Αισθανόταν μια ηρεμία έτσι. Μέσα στους τοίχους του καφέ, θα μπορούσε να συναντήσει φευγαλέες στιγμές χαράς, κάθε γουλιά καφέ ένα νοσταλγικό ελιξίριο. Ωστόσο, το καφέ, όπως και το διαμέρισμά του, διαλύθηκε στην τροπική νύχτα του αρκτικού τετραγώνου, αφήνοντας πίσω του μια παρατεταμένη αίσθηση κενού ακριβώς τη στιγμή που σήκωσε για τελευταία φορά το ποτήρι του και το πιατάκι εκτοξεύτηκε με βία προς το σπασμένο παράθυρο, κόντρα σε κάθε λογική και άσμα ασμάτων επειδή φυσούσε κιόλας λιγάκι. Κανείς δεν πρόσεξε το ατύχημα γιατί δεν άφησε τραύμα. Είναι το ίδιο με το Ναγκόρνο Καραμπάχ, αφού ποτέ δεν βρέθηκε κάποιος που να ξέρει που βρίσκεται στο χάρτη, απλά δεν υπάρχει.

Άποψη για προτελευταία σκηνή ή λαιμητόμο 4: Οι Σκιές που Μουρμουρίζουν

Σε ένα επαναλαμβανόμενο όνειρο κάποιας ανύπαντρης γυναίκας που δεν θα έκανε έρωτα μέχρι το γάμο της, ο άνδρας - αντικείμενο εργασίας και πλουτισμού βρέθηκε σε μια μεταμφίεση μέσα, να χορεύει με απρόσωπους συντρόφους κάτω από έναν φεγγαρόλουστο ουρανό όπου τα τέσσερα φεγγάρια σχεδόν άγγιζαν το ένα το άλλο, ερωτικά. Οι μάσκες ψιθύριζαν μυστικά, ο χορός μια περίπλοκη χορογραφία επιθυμιών και φόβων άφηνε να φανεί η πεσμένη τιράντα και το σχισμένο εσώρουχο. Το όνειρο, ένα υπερρεαλιστικό και συνάμα αρχαίο ιντερμέδιο στη μουρακαμική αφήγηση, υπαινίχθηκε μια αλήθεια κρυμμένη στη σκιά κι ακόμα παραπέρα. Μια Ινδή μάγισσα - ιέρεια με πράσινη βούλα πάνω από τη γαλλικά φτιαγμένη μύτη της σιγομουρμούρισε μια μελωδία του Κερτ. Η πραγματικότητα (όπως και η ενσυναίσθηση, το φιλότιμο, η αγάπη, η ανιδιοτέλεια, η επιλογή της αριστεράς ως πολιτικός αντίλογος και λοιπές ηλιθιότητες) θολώθηκε με τα όνειρα, και εκείνος τότε έτσι ξαφνικά καταπιάστηκε με τη φύση της ύπαρξής του. Ήταν ένα απλό πιόνι σε μια κοσμική παρτίδα σκακιού, που τον χειραγωγούσαν αόρατες δυνάμεις; Ήταν υποχρεωμένος να πηγαίνει στο γυμναστήριο επειδή είχε συνάψει συμβόλαιο 148 μηνών; Οι δόσεις του δανείου τι θα γινόταν μετά το θάνατο του μοναδικού πιστούχου; Γιατί δεν αναγνώρισε εκείνο το μούλικο της γριάς πουτάνας που δεν ξύριζε τα πόδια της εκεί στην κοντινή του Αργεντινή; Το μουρμουρητό των σκιών δεν έδινε απαντήσεις, παρά μόνο κρυπτικές αντανακλάσεις της δικής του αβεβαιότητας σε ένα χρώμα επίκαιρης ανάγκης για μοναχική συνεύρεση σε δημοτικό αποχωρητήριο. Ξαφνικά το ραδιόφωνο φάντασμα από κάποιο άγνωστο μέρος - διάσταση - αεροπλάνο - κάδο σκουπιδιών - χρονικό χάσμα άρχισε να τραγουδά με γρατζουνισμένη φωνή σε κυπραίικη χροιά Γιώργου Κυριάκου Παναγιώτου: Αν δεν έχεις τα Λεφτά, δεν είσαι ευτυχής. Αν δεν έχεις τα Λεφτά, δεν πας πουθενά. Αν δεν πας πουθενά είναι γιατί δεν χωράς στο πουθενά χωρίς καταθέσεις κι οικογένεια και περιουσία και θρησκεία και χρυσά και φίλους και μετοχές και εργασία και επενδύσεις σε φωτοβολταϊκά πάρκα. Λεφτά, τα άγια. Λεφτά, τοις αγίοις.

Κενό αντί συνέχειας 5: Η Λαβυρινθώδης Αποκάλυψη

Καθώς το δήθεν-αφήγημα ή ντεμέκ γραπτό παραλήρημα μικρής έκτασης πλησίαζε στο τέλος του, ο άντρας - γιος - σύζυγος - πατέρας - γκόμενος - υπάλληλος και προϊστάμενος γραφείου δυο εργαζομένων σε μόνιμη άδεια λοχείας, βρέθηκε στην καρδιά ενός υπαρξιακού λαβύρινθου αλλά και κοινωνικού διλήμματος. Το κατοχικό διαμέρισμα, ο φύλακας, το καφέ και η μεταμφίεση μπλέκονται σε μια κακοφωνία μπασκετικού παραλογισμού και προυστικού εικονισμού. Αυτός που στεκόταν στο κέντρο του αινίγματος, έβλεπε τη σιλουέτα μιας αλήθειας που διέφευγε την κατανόησή του. Ουσιαστικά καταλάβαινε για πρώτη φορά στη ζωή του ότι ήταν ηλίθιος. Ένας μεγάλος μαλάκας που περνούσε για κάτι διαφορετικό αλλά δεν κορόιδευε ούτε τον ίδιο τον ηλίθιο εαυτό του. Οι τοίχοι του διαμερίσματός του ψιθύριζαν την τελική αποκάλυψη και ο φύλακας διάβολος τον οδήγησε στο κατώφλι της δικής του κατανόησης. Το καφενείο και η μεταμφίεση, εφήμερα σαν όνειρα, χρησίμευαν ως μεταφορές για την παροδική φύση της ευτυχίας. Ακόμη κι αυτήν δεν την ευχαριστήθηκε. Ο βλαξ. Είχε κι αυτός τα κολλήματα του, πρωινός χυμός πορτοκάλι με μισό λεμόνι, μια κουταλιά λάδι το μεσημέρι και μια μπύρα μόλις πέσει ο ήλιος. Που έπεφτε; Στο νεροχύτη; Στον υπόνομο; Τα είχε καταφέρει. Δουλειά στην τοπική βιβλιοθήκη. Αν κάποιος τον ρωτούσε ποιο βιβλίο διάβασε πρόσφατα απαντούσε ότι είναι μια δουλειά σαν όλες τις άλλες. Να προχωράνε τα χρόνια. Να πέφτουν οι υπογραφές. Να μεγαλώσει το παιδί. Να πάρει μια καλή σύνταξη. Να αποφύγει τα απρόοπτα. Να φτάσει αλώβητος στο θάνατο. Αυτός. Κανένας άλλος. Κατάφερε αυτός να αγοράσει ένα σπίτι. Το σπίτι. Αυτό το σπίτι ήταν δικό του. Χωρίς παιδιά να χαλάνε τις γωνίες του καναπέ. Χωρίς σκυλιά να μυρίζουν τα μουχλιασμένα πατώματα. Κι ας είχε κάποιες ιδιαιτερότητες στις αλλαγές των θέσεων των εσωτερικών χώρων. Όμως άλλα ποθητά ακίνητα είναι σε ημιορόφους, άλλα σε ημιυπόγεια κι άλλα ετοιμόρροπα. Ανάμεσα σε κοινωνικά ζώα μαθαίνεις να κατουράς καθιστός, να κλάνεις αθόρυβα και να τρως φασολάδα έξι μέρες σερί με συνοδεία νάτσος. Ναι, πήγαινε σε γάμους αρχικά, σε βαφτίσια μετά, σε κηδείες λίγο πιο πρόσφατα. Είχε κάνει και μερικά ταξίδια σε αψίδες και ανοιχτά θέατρα αρχαίας σαδομαζοχιστικής διασκέδασης όπου διαλογίστηκε τη σχέση του με τη θεία. Λίγο πριν την οριζόντια στάση στο δρόμο του βρέθηκε ένας ζητιάνος. Μεγάλος είναι ο θεός είπε εκείνος κι άνοιξε το στόμα με τα σαπισμένα δόντια γεμάτες τροφές για μετά σε στάση χαμόγελου. Ο πανέξυπνος και πανευτυχής δανειολήπτης τον κοίταξε στα μάτια, το ένα στη μέση το άλλο στο πλάι και του απάντησε μέσες άκρες ότι δεν είναι αυτός που ψάχνει, μακάρι να τον βρει πριν τον βρει το κρύο της νύχτας και του εύχεται μακροημέρευση γενικότερα. Του έδωσε και μια σύντομη περίληψη του μετεωρολογικού δελτίου κι αποχώρησε από την κοινωνική περίπτυξη.

Άποψη τελευταία πιθανόν και οριστική 6: Κρυπτική κι Αποκαλυπτικότατη Τελευταία Πράξη

Στο τελευταίο κεφάλαιο των καταθέσεων του, ο άντρας - λήπτης τετελεσμένων αποφάσεων και οφειλέτης τρίτων υποχρεώσεων, λουσμένος στην απόκοσμη λάμψη του ελληνικού λυκόφωτος, αντιμετώπισε το αναπόφευκτο της ύπαρξής του. Το διαμέρισμα, τώρα μια απλή ηχώ με τραπεζικό ενοικιοστάσιο που έληγε τον άλλο μήνα, και ο φύλακας, ένα φάντασμα αντίκλητο που ξεθωριάζει αλλά το έχων την επικαρπία του τραπεζικού ενοικιοστασίου που έληγε τον άλλο μήνα, διαλύθηκαν χωριστά στις σκιές. Το καφενείο και η μεταμφίεση έγιναν θραύσματα ενός ονείρου που εξατμίστηκε με το χάραμα και τις ανατολίτικες μυρωδιές του κάρυ. Ξημερώνει... Τα μηνύματα ήταν ξεκάθαρα. Γραμμένα. Ζωγραφισμένα με emoji και σκιαγραφημένα σε κιτρινιάρικα post-it παντού. Πάει... Βγήκε ο ήλιος και δεν είναι πράσινος. Έτσι καθώς το πρώτο φως έσπασε το ξόρκι της ζητιάνικης νύχτας ψυχικών τραυμάτων, ο άντρας - πιστούχος της δικής του ζωής, έχοντας περιηγηθεί στη βρωμερή ταπετσαρία της ιρλανδικής οδύσσειας του, μπήκε στο αβέβαιο φως μιας αλλοτινής ημέρας. Η πόλη, τώρα ντυμένη στις αποχρώσεις του πρωινού - brunch, μουρμούρισε τα τελευταία μυστικά της - αφού σε λίγο θα κυκλοφορούσαν σε τετράκις εκατομμύρια αναρτήσεις, αφήνοντας τον πρωταγωνιστή να καταπιαστεί με την παρατεταμένη ασάφεια του νυχτερινού ταξιδιού του με τις συνεχείς στάσεις στην τουαλέτα. Ποτέ δεν θα ξανάτρωγε σκορδαλιά από το ξακουστό Κουρδιστό Γουρούνι, ακόμα κι αν ήταν τρεις φορές σερί πρώτο στην τυχερή πινιάτα. Τέλος Πάντων, μάλλον ποτέ...

Εκείνο το βράδυ είδα στο πρωινό όνειρό μου ότι με πάντρευε μια Ινδή, άγνωστο με ποιον/ποια/τι και παράλληλα αναρωτιόμουν γιατί το Incesticide άλμπουμ των Nirvana δεν χαίρει απόλυτης εκτίμησης. Μόλις ξύπνησα με χαστούκισα για το πρώτο μέρος και με χάιδεψα γιατί πάντα μου άρεσε το Incesticide. Ήταν μια μικρή νίκη του καλλιτέχνη που του δόθηκε η απόλυτη ελευθερία να κάνει το εξώφυλλο.