Παρασκευή 26 Ιανουαρίου 2024

Μερικοί Παρ-άγραφοι Έρωτες στην Πόλη του Χάους

Εκείνος ήταν ένας ασπρομάλλης - μακρυμάλλης και λίγο ατημέλητος και θα τον έλεγες και όχι πολύ καθαρό. Καθόταν πάντα δεξιά του Βουκεφάλα ή μπροστά στο μαγαζί Λεωφόρος με ένα αυτοσχέδιο σημειωματάριο στο χέρι κι όλα έγραφε και διάβαζε και παρατηρούσε. Κάπου εκεί μέσα στις πολυγυρισμένες σελίδες υπήρχε κι η ιστορία με το εγκαταλελειμμένο αρχοντικό στην οδό Μαύρης Πέτρας. Εκεί που κάποτε ζούσε η πιο όμορφη γυναίκα της Θεσσαλονίκης. Δεν παντρεύτηκε ποτέ, δεν έκανε οικογένεια. Πόσο κόστισε αυτό στην ίδια αλλά και στους συγγενείς της είναι εύκολο να το καταλάβει κανείς ακόμα και μισό αιώνα μετά. Αυτή κάθε βράδυ άναβε όλα τα φώτα, που έκαιγαν μέχρι να ξημερώσει και χόρευε στη μουσική δίσκων γραμμοφώνου. Λέγετε ότι ανήκε σε εβραϊκή οικογένεια που ξεκληρίστηκε τότε με τη μάζωξη στα καμιόνια της πλατείας Ελευθερίας. Όμως αυτή επέζησε. Όπως κι εκείνος ο πλανόδιος μουσικός που έπαιζε βιολί στην Φιλαρμονική της Βιέννης. Μοίρα σκληρή τον κυνήγησε σε ολόκληρη την Ευρώπη που γύρισε μέχρι να ριζώσει στη Θεσσαλονίκη. Καθόταν σε μια γωνία απέναντι από το Λευκό Πύργο και έπαιζε βαλσάκια κι άγνωστους για τους ντόπιους σκοπούς. Ένα βαρύ χειμώνα βρέθηκε κάποιος να του δώσει κλειδί και τα βράδια κοιμόταν στα καμαρίνια του Κρατικού Θεάτρου. Αυτό μόνο αν δεν είχε παράσταση την επομένη γιατί η μυρωδιά του χρειαζόταν αρκετές ώρες για να φύγει και οι Ελληνίδες ντίβες την εντοπίζαν. Εκείνες τις φορές που δεν μπορούσε να βρει εσωτερικό καταφύγιο στην εκκλησία του θεάτρου έφτανε σχεδόν μέχρι το Ποσειδώνιο. Εκεί περνούσε τη νύχτα σε μια είσοδο οικοδομής στην Ανθέων, φιλοξενούμενος ενός εύσωμου άστεγου που ξεχειμώνιαζε παρέα με πολλές γάτες. Την επομένη ξεκινούσε νωρίς για πίσω. Μερικές φορές έφτανε απέξω απ' το καπηλειό του Αντώνη, στην Παύλου Μελά. Αν τύχαινε να δει μέσα τον Τσιτσάνη που σύχναζε κατά εκεί του έκανε νόημα. Εκείνος τον καλούσε κι έτρωγαν γαλέο και φασόλια και έπιναν πολύ βαρελίσια ρετσίνα. Μια-δυο φορές έπαιξε αυτός βιολί και ο άλλος μπουζούκι εκεί. 

Εκείνοι ήταν ένα ζευγάρι που ό,τι καιρό και να έκανε, κάθε μέρα, έβγαιναν βόλτα νωρίς το πρωί στην Παλιά Παραλία. Με ήλιο ή με βροχή, με ζέστη η με κρύο, με ομίχλη η με τρελό παγωμένο Βαρδάρη, χρόνια πολλά, πηγαινοέρχονται πιασμένοι χέρι χέρι από το Λευκό Πύργο στο Λιμάνι. Κάποτε ήταν νέοι. Μετά και για αυτούς τα χρόνια πέρασαν και τα βήματα έγιναν πιο αργά. Σχεδόν συρώμενα πάνω στις νέες πλάκες της Νέας πια Παραλίας. Τα τελευταία χρόνια καμπουριασμένοι, εκτός από πλαστικές σακούλες γεμάτες με προσωπικά απαραίτητα πράγματα, σπρώχνανε κι ένα καρότσι τις μέρες δίχως δυνατό αέρα. Μέσα είχε ένα μικρό παιδί που ποτέ δεν έκλαιγε. Όταν έφταναν στο ύψος της Γενικής Κλινικής, αυτή έβγαζε τα παπούτσια της, πάντα φοράνε την ίδια μάρκα σε αγορίστικο και κοριτσίστικο χρώμα, και καθόταν στην περίφραξη ενός παιδικού πάρκου κι αυτός πήγαινε να πάρει καφέ από το απέναντι μαγαζί. Λέγεται ότι κάποτε κατοικούσαν στον τόπο με τα βατόμουρα, ή αλλιώς "Αρσακλί" ή "Ακσακλί", δηλαδή στο Πανόραμα. Εκεί ήταν οι πρώτοι ένοικοι σε ένα παλιό Μουσουλμανικό σπίτι του 18ο αιώνα. Όταν ο άντρας έπιασε δουλειά στο ζαχαροπλαστείο του Ελενίδη άρχισαν να έχουν κοινωνική ζωή κι επειδή το μέρος εκεί υπαγόταν παλιότερα στο "ναχιγιέ" της Καλαμαριάς, προσπαθούσε να κάνει τον κυρ Γιάννη να φτιάξει υποκατάστημα προς τη θάλασσα. Τελικά ένα βράδυ ψάχνοντας στο ξύλινο πατάρι του σπιτιού του βρήκε ένα μπαούλο με τουρκικά βιβλία μαγειρικής. Εντύπωση του έκανε μια συνταγή με ξεροψημένο φύλλο γεμισμένο με έντονη γλυκιά κρέμα. Το προσπάθησε την επομένη και όλοι έμειναν εμβρόντητοι με τη γεύση του γλυκού. Τελικά για να μην διαρρεύσει από που προήλθε η συνταγή τον έστειλαν με τη γυναίκα του προς τη θάλασσα όπου άνοιξαν ένα μικρό ζαχαροπλαστείο - υποκατάστημα και το διαχειριζόταν αυτός. Το σπίτι κατεδαφίστηκε μετά από μια περίεργη φωτιά τον επόμενο μήνα, ανήμερα Πρωτομαγιάς. 

Εκείνη ήταν πολύ μικρή, μαθήτρια στην πρώτη Γυμνασίου όταν κάποτε είχε έρθει ένα υπαίθριο τσίρκο στη Θεσσαλονίκη και έδωσε παράσταση στον ανοιχτό χώρο της ΧΑΝΘ. Δεν θα ξεχάσει ποτέ έναν άνδρα που είχε ανέβει σε μια σκαλωσιά μπορεί και 20 μέτρα ψηλή και από εκεί βούτηξε σε μια δεξαμενή με νερό, που είχε βάθος ενάμιση μέτρο το πολύ. Δεν ήταν κάτι πολύ περίεργο για εκείνη την εποχή. Όμως μαζί του βούτηξε και μια τίγρης. Αυτό που της έκανε εντύπωση ήταν ότι δίπλα της καθόταν ο συμμαθητής της Διονύσης και αγκάλιαζε τη Ζωή, το ξανθό μωρό όπως την αποκαλούσαν όλοι. Ο πατέρας της Ζωής ήταν αξιωματικός είχε παντρευτεί κρυφά τη μητέρα της όταν ήταν ακόμα στην Ευελπίδων. Ήταν μια από τις πιο όμορφες γυναίκες της Θεσσαλονίκης που λόγω του φιλντισένιου της προσώπου την αποκαλούσαν κερένια κούκλα και η κόρη της Ζωή δεν πήγαινε καθόλου πίσω. Όταν τελείωσε η παράσταση προσπάθησε να ακούσει τι λέγανε, το μόνο που ξεχώρισε ήταν μια φράση του Διονύση, κάτι σαν "Να γίνουμε μοντέρνοι, να πάμε μπροστά, χωρίς να χάσουμε την ψυχή μας" και μετά της έκλεισε ραντεβού για την επομένη στη διασταύρωση των οδών Αγίας Σοφίας και Τσιμισκή. Εκεί βρισκόταν ένα σινεμά και ο πατέρας της βρέθηκε στην πρεμιέρα μια ταινίας με τίτλο "Χωρίς Ιδανικά" παραστάθηκε και ο πρωταγωνιστή Κώστας. Με το τέλος της ταινίας οι θεατές πήραν σηκωτό τον πρωταγωνιστή, τον μετέφεραν σε παρακείμενο σφαιριστήριο, τον ανέβασαν πάνω στο μπιλιάρδο και από κάτω φώναζαν "Θέλουμε Ιδανικά!". Ο πατέρας της έφερε πίσω μόνο ένα φεϊγβολάν που κυκλοφόρησε για το κοινό τη μέρα τη μέρα εκείνη και έγραφε "Τα Διονύσια (έτσι λεγόταν το σινεμά) κρίνονται ως το τελειότερον οικοδόμημα του είδους εν Ανατολή και από απόψεως αρχιτεκτονικής και από απόψεως διακοσμήσεως. Περιλαμβάνει μετά των θεωρείων 1000 καθίσματα". Αργότερα έμαθε από μια κυρία εβραϊκής καταγωγής ότι τα "Διονύσια" στη γερμανική κατοχή λειτουργούσαν ως στρατιωτικός προπαγανδιστκός κινηματογράφος "Βικτώρια" καθώς από την προηγούμενη δεκαετία ο ιδιοκτήτης συνεργαζόταν με τη μεγαλύτερη κινηματογραφική εταιρεία της Γερμανίας, την UFA, που διέθετε αποκλειστικά γερμανικές ταινίες με μεγάλους ηθοποιούς της εποχής. 

Εκείνο ήταν ένα αδέσποτο σκυλί της πόλης. Σύχναζε στο κέντρο, μεταξύ Αγίας Σοφίας και Αριστοτέλους. Όταν μεσημέριαζε τριγυρνούσε στις ταβέρνες της περιοχής. Έτρωγε τα πάντα εκτός από την περίφημη σπεσιαλιτέ γνωστού εστιατορίου, που γινόταν με ό,τι περίσσευε την προηγούμενη μέρα στα ταψιά και τις κατσαρόλες της κουζίνας, αλλά ενίοτε και στα πιάτα των πελατών. Ο σκύλος, ίσως γιατί ήταν και καλοταϊσμένος, δεν ακουμπούσε ποτέ ότι του πετούσαν από το πασίγνωστο εκείνο ταβερνείο. Μερικές φορές στις βόλτες του έφθανε μέχρι τον Λευκό Πύργο κι από εκεί χανόταν κι εμφανιζόταν έπειτα από λίγες ώρες στους βράχους δίπλα στον Άγιο Νικόλα τον Ορφανό εντός των τειχών της Άνω Πόλης, μεταξύ των οδών Ηροδότου και Αποστόλου Παύλου. Η Θεσσαλονίκη είχε διαχρονικά πληθώρα στοών κι υπόγειων διαδρόμων που ένωναν διάφορα σημεία από το παλάτι του αυτοκράτορα στο Ιπποδρόμιο μέχρι το ναό του Αγίου Δημητρίου. Ο πρώην δήμαρχος της πόλης Σωτήρης έπαιζε μικρός σε αυτές τις τεράστιες στοες κι έτσι του ήρθε η ιδέα να τις χρησιμοποιήσει για να φτιάξει εύκολα και γρήγορα μετρό. Αφού ήταν τόσο ευρύχωρες για να χωράνε την άμαξα του αυτοκράτορα, σίγουρα θα χωρούσαν τους πολίτες της πόλης που δεν είχε ούτε τραμ. Ο σεισμός του 1978 είχε βέβαια καταστρέψει αυτές τις σύραγγες και το έργο του Μετρό Θεσσαλονίκης κατέληξε να είναι μια τρύπα χορηγήσεων δίχως πάτο. Ο Σωτήρης, όταν δεν εξελέγει βουλευτής το 2004 αποφάσισε να κάνει με τις παλιές του γνωριμίες ένα τελευταίο δώρο για τις μαζικές μεταφορές της πόλης, το λεωφορείο 78Ν ή αλλιώς Το Υπηρεσιακό. Εκείνα τα χρόνια λοιπόν, κάθε βράδυ μετά τα μεσάνυχτα, κυκλοφορούσε στους δρόμους ένα λεωφορείο, σταματούσε στις στάσεις, έπαιρνε του ξενύχτηδες και τους άφηνε στην πόρτα του σπιτιού τους. Ήταν αρκετοί οι τακτικοί χρήστες που με τον καιρό γνωριζόντουσαν και φατσικα. Μαζί τους μερικοί απόκληροι της κοινωνιας και καθώς πρέπει πρώην χρήστες ταξί μετά συντρόφων τους. Υπήρχαν μαρτυρίες ότι ο σκύλος της Αγίας Σοφίας είχε θεαθεί πέραν της μίας φοράς να χρησιμοποιεί το 78Ν ή αλλιώς Το Υπηρεσιακό, το οποίο μετά από κοινές καταγγελίες ταξιτζήδων και συζύγων άλλαξε όνομα κι έγινε επίσημα Το Νυχτερινό.

ακουλουθεί φωτο-ρομάντζο

Η γραμμή που χρηματοδοτούνταν από ιδιώτες ορθοπεδικούς και φυσιοθεραπευτικά κέντρα.

Το τελειότερον οικοδόμημα του είδους εν Ανατολή, πριν τον πόλεμο.

Το τελειότερον οικοδόμημα του είδους εν Ανατολή, με κάλυψη - απόκρυψη, κατά τον πόλεμο.

Οι Θεσσαλονικείς δωσίλογοι και τα Μακεδονίτικα Τάγματα Ασφαλείας, αυτόνομα και με γερμανικές ενδυμασίες και γερμανικά όπλα, έδιναν λόγο κατευθείαν στον κατακτητή και σε κανέναν άλλο. 

Θεσσαλονικείς αλλά Εβραίοι, δεν είναι το ίδιο, να φύγουν να πάνε στα στρατόπεδα τους. Τελικά με λίγη βοήθεια έφυγαν, ή μάλλον με καμιά απολύτως βοήθεια. Άγνωστο αν ακολούθησε γλέντι με σουβλιστά αρνιά και κρασί οργανωμένο από τους κατά τόπους Δημάρχους της εποχής. Δεν έμενε χρόνος από το μοίρασμα.