Πέμπτη 7 Μαρτίου 2024

Αγκάθ(ι)α

από 'δω θα φάνε κι άλλοι... προσοχή και στο δικό σου ρεύμα γιατί πάντα θα υπάρχει κι ο άλλος που θα 'ρχεται ανάποδα... στο δικό σου ρεύμα... δεν υπάρχει δικό σου ρεύμα... μόνο αυτό που πληρώνεις στο λογαριασμό σου... με ποσοστό +10% για τις ρευματοκλοπές των άλλων... the others... μας κάνατε κακό. // ή αλλιώς: Η ιστορία αυτής που δεν έχασε τίποτα. Ποτέ. Τίποτις.

Στην πολυσύχναστη καρδιά μιας ελληνικής μητρόπολης, μέσα στη χαοτική συμφωνία του κορναρίσματος και του πολυσύχναστου πλήθους, ζούσε μια γυναίκα ονόματι Αγκάθα. Δίπλα της περνούσαν ιερωμένοι με φίδια στον κόρφο τους και μερικές καλόγριες που πουλούσαν μανταλάκια από τίμιο ξύλο. Ήταν η επιτομή του ελέγχου, η ζωή της οργανωμένη σχολαστικά, το περιβάλλον της σχολαστικότερα συντηρημένο. Από το άψογο σπίτι της μέχρι τα τέλεια βαλμένα μαλλιά της, η Αγκάθα ήταν η ενσάρκωση της τάξης σε έναν κόσμο που βρισκόταν στα όρια του χάους.

Για χρόνια, η Αγκάθα περιηγήθηκε στη ζωή με την ακρίβεια ενός Ελβετού ωρολογοποιού. Βρέθηκε σε διάφορες πόλεις, μέχρι και σε μέρη χωρίς ήλιο, εκεί που τα πουλιά πετάνε ανάποδα και οι τηλεοράσεις σταματούν το πρόγραμμά τους μετά τις δέκα το βράδυ. Τίποτα δεν ξέφυγε από την αντίληψή της. Ήταν η κυρίαρχη της επικράτειάς της, κυβερνώντας την με μια σιδερογροθιά τυλιγμένη σε ένα βελούδινο γάντι. Κάθε λεπτομέρεια της ύπαρξής της ήταν προσεκτικά επιμελημένη, κάθε ενδεχόμενο είχε προγραμματιστεί και επανεξεταστεί με ακόμα μεγαλύτερη λεπτομέρεια. Δεν είχε γνωρίσει ποτέ την απώλεια, ποτέ δεν είχε βιώσει την πικρή γεύση της αποτυχίας. Αλλά η μοίρα, όπως φάνηκε, είχε άλλα σχέδια τη στιγμή που μια γάτα επιτέθηκε σε ένα μικρό και άμυαλο ποντιακό σκυλί.

Ήταν μια φαινομενικά συνηθισμένη μέρα όταν ο προσεκτικά κατασκευασμένος κόσμος της Αγκάθα αναστατώθηκε από μια δύναμη πέρα από την κατανόησή της. Καθώς έκανε την πρωινή της ρουτίνα, βουρτσίζοντας σχολαστικά τα δόντια της με την αξιόπιστη οδοντόβουρτσά της και μελετώντας την πρωινή εφημερίδα, μια ξαφνική αναστάτωση ταρακούνησε τον ίδιο τον ιστό της πραγματικότητας. Τα σύμπαντα αναμίχθηκαν σαν τα υλικά για ένα στρούντελ. Με ένα εκκωφαντικό βρυχηθμό, μια στροβιλιζόμενη δίνη σκότους τύλιξε την Αγκάθα, αποσπώντας την από το γνώριμο περιβάλλον της και σπρώχνοντάς την στα άγνωστα βάθη του χρόνου και του χώρου. Πανικός κατέλαβε την καρδιά της καθώς έπεφτε στο κενό, με την σχολαστικά σχεδιασμένη ύπαρξή της να ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια της. Αισθάνθηκε σαν οι μυρωδιές εκατοντάδων επιβατών σε λεωφορείο που έχουν έλλειψη τρεχούμενου νερού να της επιτίθεντο.

Όταν τελικά η Αγκάθα βγήκε από τη δίνη, βρέθηκε σε έναν κόσμο οικείο και εξωγήινο. Οι δρόμοι της ελληνικής πόλης απλώνονταν μπροστά της, αλλά αμαυρώθηκαν από το πέρασμα του χρόνου. Τα κτίρια που κάποτε στέκονταν ψηλά, τώρα κείτονταν σε ερείπια, οι ερειπωμένες προσόψεις τους μαρτυρούν τη φθορά του χρόνου. Μια εκκλησία άνοιγε τις πύλες της για να μπει μέσα ένα θωρακισμένο όχημα χρηματαποστολών. Δυο αλλοδαποί στεκόντουσαν με τεράστια δυσκολία και κύρτωναν κάτω από το βάρος των ανοιχτών τηλεοράσεων που κρατούσαν. Από εκείνες ένας μαλθακός ερημίτης δασκάλευε το ποίμνιο πως να φτιάξει χορτόπιτα με αποτσίγαρα.

Η σύγχυση και ο φόβος τράβηξαν το μυαλό της Αγκάθα καθώς σκόνταψε μέσα στο ερημικό τοπίο, με την κάποτε παρθένα ενδυμασία της τώρα σκισμένη και κουρελιασμένη. Όπου κι αν κοίταξε, είδε σημάδια φθοράς και καταστροφής, μια έντονη αντίθεση με τον τακτοποιημένο κόσμο που είχε αφήσει πίσω της. Λύγισε, όμως στη στιγμή αυτοχαστουκίστηκε, τσίμπησε το δεξί σφιχτό κωλομέρι και άφησε μια μικρή πορδή. Ο φόβος είχε φύγει. Ήταν και πάλι κυρίαρχος του γαλαξία, του μασούτη και του σκλαβενίτη μαζί. Ήταν η σούπερ γυναίκα που τα πάντα κανονίζει, όλοι την έχουν ανάγκη, αυτή δεν έχει ανάγκη κανέναν και γιορτάζει κιόλας άμα γουστάρει σήμερα.

Καθώς όμως η Αγκάθα περιπλανιόταν στους έρημους δρόμους, άρχισε να συνειδητοποιεί την έκταση της δύσκολης θέσης της. Ο χρόνος, φαινόταν, της είχε κάνει ένα σκληρό τέχνασμα, βυθίζοντάς την σε έναν κόσμο που είχε περάσει προ πολλού. Τόσο οικείο σαν μια πόλη που έπλενε πιάτα με τα χέρια για επτά χρόνια αλλά και παράλληλα τόσο ξένο σαν το χωριό του πατέρα χωρίς τουρίστες. Και στο πέρασμά αυτών των αλλόκοτων συμπάντων και στιγμών, κάτι της είχε πάρει το πιο πολύτιμο αντικείμενο εκείνης της ώρας μαζί με το δώρο προς τον πατέρα της: την οδοντόβουρτσά της και την πρωινή εφημερίδα με τα ναυτιλιακά νέα της προηγούμενης εβδομάδας από τη Σιγκαπούρη, ὠϊμέ!

Η απόγνωση οδήγησε την Αγκάθα προς τα εμπρός καθώς έψαχνε να βρει έναν τρόπο να κατανοήσει τη νέα της πραγματικότητα. Αλλά όσο και να προσπαθούσε, δεν βρήκε παρηγοριά στα ερείπια του παρελθόντος. Η κάποτε ακλόνητη αυτοπεποίθησή της κλονίστηκε, αντικαταστάθηκε από μια υφέρπουσα αίσθηση αμφιβολίας και αβεβαιότητας. Τα συντρίμμια άρχιζαν να σχηματίζουν μια εξωτερική τουαλέτα για την οποία αισθάνθηκε την ανάγκη να μπει και να την καθαρίσει με τα υγρά μαντηλάκια που πάντα είχε στην τσέπη του επώνυμου μπουφάν της. Γιαπωνέζικη αισθητική μέσα σε ρωμαϊκά κιούπια ξεχειλισμένα από μικροοργανισμούς που χαρακτηρίζονται και ως: μύκητες · μικροφύκη · πρωτόζωα · βακτήρια · μαλακίες.

Μέσα στην απελπισία της, η Αγκάθα σκόνταψε σε ένα ασθενοφόρο νοσοκομείου, με τις πόρτες του να στέκονται ανοιχτές σαν φάρος ελπίδας στο σκοτάδι. Με χέρια που έτρεμαν, μπήκε στο όχημα κι από εκεί πέρασε στο εσωτερικό που ήταν το ίδιο με ένα γνώριμο και φιλικό νοσοκομείο. Με την καρδιά της να χτυπά δυνατά στο στήθος της άρχισε να περπατάει στα τέσσερα για σιγουριά. Μέσα, βρήκε μια ομάδα κουρασμένων επιζώντων, με τα πρόσωπά τους τραβηγμένα και καταβεβλημένα και παραδίπλα μια παρέα ενενηντάρηδων που άρχισαν να τις εξιστορούν φωνάζοντας τη λειτουργία των καθετήρων τους.

Καθώς η Αγκάθα τους πλησίασε για να τους γλιτώσει από μελλοντικές παθήσεις των λαιμών τους, αντιμετώπισε επιφυλακτικά βλέμματα και ψιθυριστές συζητήσεις. Όμως, παρά την αρχική τους σύλληψη, οι επιζώντες την καλωσόρισαν τελικά ανάμεσά τους, προσφέροντάς της τη λίγη παρηγοριά που μπορούσαν μπροστά στην αβεβαιότητα. Ένα σακουλάκι με χθεσινά ούρα ο ένας, μια κατουρημένη παλιά διαθήκη ο άλλος και τρεις μπατονέτες αγνώστου προηγούμενης χρήσης μια χαιρέκακη κυρία ντυμένη στα σιέλ. Δεν είχαν και κάτι να χάσουν. Όσος χρόνος απέμεινε θα γινόταν σύντομα δωρεά στα παιδιά των χαμένων Ελλήνων αστροναυτών.

Και έτσι, η Αγκάθα βρέθηκε ανάμεσα σε αγνώστους, ο προσεκτικά ελεγχόμενος κόσμος της γκρεμίστηκε από δυνάμεις που ήταν πέρα από τον έλεγχό της. Το δουκάτο της γέμισε λάσπες κι ακαθαρσίες που οι συγκάτοικοι θα έφερναν αβίαστα μέσα στο σπίτι, πάνω στα χαλιά, δίπλα στο κρεβάτι, παραδίπλα από το κομοδίνο που έχει τα βρακάκια της. Αλλά μέσα στο χάος, σε αυτό που τώρα είχε χρώμα σκατουλί, ανακάλυψε κάτι απροσδόκητο: μια αίσθηση συντροφικότητας και ανθεκτικότητας που ξεπερνούσε τα όρια του χρόνου και του χώρου. Η αγάπη! Ήταν η αγάπη. Δεν ήταν η οδοντόβουρτσα. Ήταν η αγάπη κι αυτή τη φορά δεν άργησε καθόλου. Ούτε μια μέρα! Έτσι νόμιζε η Αγκάθα. Ναι, καλέ, ήταν η αγάπη. Η Αγάπη!

Καθώς οι μέρες περνούσαν και η Αγκάθα προσαρμόστηκε στη νέα της πραγματικότητα, συνειδητοποίησε ότι η ζωή δεν ήταν να ελέγχει κάθε λεπτομέρεια, αλλά να αγκαλιάζει την αβεβαιότητα και να βρίσκει δύναμη μπροστά στις αντιξοότητες. Αγόραζε κάθε μέρα οδοντόβουρτσες και τις άφηνε με τα σάλια της στητές στα καθίσματα των αστικών λεωφορείων που χρησιμοποιούσε. Έκανε μεγάλο στοκ από παλιές εφημερίδες ναυτιλιακών και χρηματιστηριακών θεμάτων που σκορπούσε σε κάθε γωνιά του άλλοτε τακτοποιημένου σπιτιού της. Αγόρασε έναν εξομολόγο και τον έστησε να τους διαβάζει όταν καθόντουσαν σαν οικογένεια να φάνε το ζεστό φαγάκι τους. Και παρόλο που μπορεί να έχασε την αγαπημένη της οδοντόβουρτσα και την εφημερίδα της Παρασκευής για τον μπαμπά από τη Σιγκαπούρη - από τις ασυγχώρητες ιδιοτροπίες της μοίρας φυσικά, δεν έφταιγε εκείνη - κέρδισε κάτι πολύ πιο πολύτιμο: μια νέα εκτίμηση για την απρόβλεπτη φύση της ύπαρξης και την ανθεκτικότητα του ανθρώπινου πνεύματος. Ή και όχι. Στο τέλος η αγάπη πάντα επικρατεί. Over.