Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2019

Ορκίζομαι

Η πόλη που μεγάλωσα δεν είχε ιδιωτικά σχολεία, έτσι μόνο σε φροντιστήρια πήγαινα για να εμπλουτίζω τις γνώσεις μου, να κάνω βόλτα το απόγευμα, να δείχνω τα ρούχα, να ξεχωρίζω ανάμεσα στους υπόλοιπους και να κερδίζω το θαυμασμό των ιδιωτικών εκπαιδευτικών. Κάτι άνεργοι που δούλευαν με μπλοκάκι, οι άντρες σίγουρα με γουστάρανε, το πιθανότερο κι οι γυναίκες, που να βρουν το κουράγιο να μου το δείξουν όμως. Οι περαστικοί γυρνάγανε με ενθουσιασμό πάντως όταν πήγαινα κατά 'κει, καθώς διέσχιζα όλη την αγορά.

Ντυνόμουν με τα καλύτερα ρούχα. Τότε ήταν της μόδας τα μαγαζιά με ρούχα του κιλού. Σάπια φορέματα και πανωφόρια που ανακαλύφτηκαν στους μπλε κάδους και ανταλλάχτηκαν για ένα κομμάτι ψωμί. Είχα ψωμί στο σπίτι. Οι γονείς αν και άνεργοι και οι δυο τους είχαν διαμερίσματα προς ενοικίαση που τα είχαν κληρονομήσει. Περνούσα ώρες μέσα στα καταστήματα, αρκετές φορές έφευγα με κάτι συνολάκια που ήταν σχεδόν αφόρετα. Στο σπίτι δημιουργούσα, έβαζα τις δικές μου πινελιές. Ήθελα να είναι μοναδικά πάνω μου.

Έφτασε το πρωινό της ορκωμοσίας μου. Ήταν ανάγκη να βρέχει σήμερα; Τόσα έξοδα έκανα. Φυσικά ντύθηκα σαν κοκέτα. Δεν ξέρω τι σχέση έχει αυτό με εκείνο το άβολο ξύλινο κρεβάτι σε τρένο ή πλοίο. Ποτέ δεν έχω κοιμηθεί σε κάτι τέτοιο. Ούτε πρόκειται. Ειδικά μετά από σήμερα. Πραγματοποίησα το όνειρο του μπαμπά και της μαμάς. Μια από τις λίγες φορές που προηγείται εκείνος. Όπως τότε με τη βόλτα στο βουνό. Η μητέρα τον είχε στείλει πρώτο και πατούσε μέσα σε όλες τις τρύπες από λάσπη και σαπισμένα φύλλα. Τότε ήταν που αρρώστησε. Η πνευμονία τον ταλαιπωρεί ετησίως πια. Χαίρομαι που πρόλαβε την ορκωμοσία μου. Μου είχε υποσχεθεί ότι αυτή τη μέρα θα μου κάνει ένα μεγάλο δώρο. Ήμουν ακόμα στο νηπιαγωγείο όταν μου το έλεγε. Και σήμερα βρέχει!

Χαρά! Μόνο αυτή η λέξη περιγράφει τους πάντες γύρω μου. Κερδίζω όλα τα βλέμματα. Οι περισσότερες δεν θα είναι έτσι ντυμένες ούτε στο γάμο τους. Με περιμένουν όλοι. Θέλουν όλοι να φωτογραφηθούν μαζί μου. Από τώρα ξεκινάει η σταδιοδρομία μου. Το γραφείο διασύνδεσης θα κάνει την δουλειά του επιτέλους. Οι επιχειρήσεις είναι έτοιμες να δεχτούν τους νέους απόφοιτους. Κι εγώ είμαι η κορυφή που θα ακονίσουν τα νύχια τους για να με κατακτήσουν. Και θα τους αφήσω. Γιατί τώρα που είναι αρχή πρέπει να δώσω τα πάντα.

Ορκίστηκα εκείνο το βροχερό πρωινό. Ο πατέρας συγκινημένος και μετά νευριασμένος γιατί πήρε κλήση που πάρκαρε πάνω στην Εγνατία. Η μητέρα δεν σταμάτησε να τρώει τα νύχια που είχε φτιάξει το προηγούμενο απόγευμα στο σπίτι μιας άνεργης αισθητικού. Η αδερφή μου τραβούσε τα πάντα από το κινητό της. Η γιαγιά δεν ήρθε. Θρηνούσε ακόμα τον παππού κι ασβέστωνε το σπίτι στο χωριό.

Για τέσσερα χρόνια κοιτούσα τις φωτογραφίες κάθε πρωί στον υπολογιστή του γραφείου που δούλευα. Έμενα με τους γονείς μου και περιστασιακά σε σπίτια αγοριών που είχα σχέση μαζί τους. Ο καλύτερος ήταν αυτός με ένα ιδιόκτητο στο τρίτο όροφο που κάθε πρωί με πήγαινε μέχρι τη στροφή να πάρω το λεωφορείο. Χωρίσαμε μετά από μερικούς μήνες. Έκανε σχέση με την προϊσταμένη του. Είπε ότι έτσι θα είχε καλύτερη εξέλιξη στην εταιρεία. Μου πρότεινε να κάνω το ίδιο και μου άφησε να κρατήσω το σκυλί μας. Εγώ το πήγα στη γιαγιά στο χωριό να έχει και παρέα. Τελικά κατέληξε αδέσποτο.

Τα λεφτά δεν έφταναν να μείνω μόνη. Δεν ήθελα και να νοικιάσω κάτι άσχημο. Όλες οι φίλες μου μένανε σε ημιυπόγεια ή συγκατοικούσαν με τις σχέσεις τους. Δεν χωράμε στον ίδιο χώρο εγώ, η υστεροφημία μου και μια σχέση. Ταλαντεύομαι αν θέλω να πεθάνουν οι γονείς μου. Θα μου μείνει το σπίτι αλλά δεν θα έχω τη σύνταξή τους. Ας γίνει ότι είναι καλύτερο για αυτούς. Βαρέθηκα να αλλάζω δουλειές και τα συνολάκια μου τα έχουν δει όλοι. Τα βράδια μου παίρνει πια πολύ χρόνο να ετοιμαστώ από όσο κάθομαι έξω να διασκεδάσω. Αναζητώ ακόμα το τέλειο. Αλλά πιστεύω ότι έχει βρει το δικό του τέλειο.

Εκείνο το πρωί ήμουν σίγουρη ότι ήταν η καλύτερη δυνατή αρχή. Μήπως ήταν το τέλος; Τι έγιναν τα όνειρα για καριέρα; Μήπως πρέπει να φύγω στο εξωτερικό; Αλλά εκεί μένουν σε κοιτώνες και συναναστρέφονται με αλλοδαπούς και κυρίως ανατολίτες μελαψούς. Πόσο χρήματα να κερδίζουν αυτοί; Ορκίζομαι ότι δεν ήθελα να πάει έτσι. Ορκίζομαι ότι δεν ήθελα να γεράσω στο σπίτι που μεγάλωσα. Ορκίζομαι ότι δεν ήθελα να σπουδάσω κατά τύχη κάτι που θα κέρδιζα πολλά λεφτά. Ορκίζομαι ότι είχα όνειρα. Αλλά εκείνο το πρωινό η βροχή είχε κρατήσει τα λουλούδια τρυφερά και δροσερά. Παρασύρθηκα.

Είναι αργά τώρα; Ήταν αργά από πολύ νωρίς.