Ημερολογιακή καταγραφή πρώτη / 0739
22 Οκτωβρίου 1978 — τόπος άγνωστος [Houston, we've had a problem]
Η ποίηση στο εξώφυλλο του Ready for the House με κοιτάζει όπως κοιτάζει ένα σπίτι τον κάτοικό του, αμίλητο και ανεκτικό. Μια καρέκλα δίπλα σε ένα παράθυρο δεν υπόσχεται τίποτα, η φωτογραφία το αντίθετο. Το φως μπαίνει δειλά, σχεδόν μετανοιωμένο. Κάτι στο χρώμα του δωματίου μοιάζει με ανάμνηση που έμεινε μισή. Καμιά υπόσχεση. Κανένας τίτλος δεν θα γίνει στυλιστικά χαρούμενο λογότυπο σε κούπα για τον πρωινό εργασιακό καφέ. Για αποτύπωση σε μπλουζάκια ή πόστερ ούτε σκέψη. Μακριά είναι τα χρόνια του Daniel Johnston και του βατράχου του. Έτσι κι αλλιώς ο Daniel ήταν 17 τον καιρό της κυκλοφορίας αυτής.
Το πρώτο κομμάτι αυτού του παράξενου δίσκου, "Naked in the Afternoon", δεν είναι τραγούδι· είναι ένα βλέμμα που γυρίζει προς τα μέσα. Μία μάταιη ονοματοδοσία. Ένας άνθρωπος, ίσως ο ίδιος που κάθεται στην καρέκλα δεξιά ή απλώνεται στο μισό του καναπέ αριστερά, κοιτάζει τη σιωπή του σαν καθρέφτη. Στη συνέχεια το "First You Think Your Fortune’s Lovely" ακούγεται σαν ψίθυρος που δεν πιστεύει στα λόγια του· ο ήχος της αποδοχής ότι τίποτα δεν αλλάζει. Αόριστη κρίση. Στο “European Jewel” επαναλαμβάνεται ένα κάλεσμα χωρίς απάντηση, μισοτελειωμένο — σαν κάποιος να τηλεφωνεί σε σπίτι αδειανό, ξανά και ξανά, στο τέλος επιτυχημένα.
Ο Jandek (εδώ σαν The Units) δεν γράφει τραγούδια· αφήνει στίγματα, μικρές εκρήξεις αυτογνωσίας μέσα σε κουρδισμένα αλλόκοτα χορδές και επικλήσεις "Know Thy Self". Δεν ζητά να τον ακούσεις· ζητά να τον αντέξεις. Τώρα και για καιρό. Γνωρίζει "They Told Me I Was A Fool", αλλά θα μείνει εδώ, θα του πάρει λίγο παραπάνω καιρό για να επιμείνει, όμως μετά θα είναι για πάντα εδώ - εκεί - μαζί σου. Τα σπλάχνα του είναι διαθέσιμα για θυσίες και οιωνούς. Αν κάποιος έβαζε αυτό το δίσκο στο πικάπ τότε, θα μάντευε ότι δεν θα υπάρξει συνέχεια. Μπορεί να το έκαναν πέντε ή δέκα άνθρωποι, εντός του συστήματος των γελοίων ή τυχαίοι έξω από το καθεστωτικό σήμερα του τότε.
Αυτός ο δίσκος είναι σαν δωμάτιο που δεν έχει πόρτα, μόνο παράθυρα κλειστά. Είναι το σφάλμα που πιστεύεις ότι δεν θα επαναληφθεί. Πιθανότερα έπεσες έξω γιατί το παιδί δεν ήταν και τόσο παιδί όταν έκανε τη ζημιά αυτή. Στον έξω κόσμο κυκλοφορεί ο ήχος του χρήματος, εδώ μέσα ο ήχος της απομόνωσης. Εδώ η δημιουργία μακριά από τις φόρμες και τις ηλικίες. Εδώ η ηχητική δημοκρατία. Η καρέκλα μένει εκεί. Το φως δεν φτάνει ποτέ στο πάτωμα. Και εγώ — "What Can I Say, What Can I Sing" — περιμένω την επόμενη λέξη να γεννηθεί, τώρα. Θα συνηθίσεις τις ανόητες ερωτήσεις, τις ανάποδες απαντήσεις, τις μικρές αναμονές, χωρίς κόστος κι αδιαφορία.
Αργά. Μέσα στα σύρματα που μεταφέρουν ψιθύρους και μένα στο μέλλον τους, τρία χρόνια, τρία δευτερόλεπτα μετά.
Ημερολογιακή καταγραφή δεύτερη / 0740
14 Ιουνίου 1981 — τόπος υγρός, γεμάτος σκιές
Η φωτογραφία προσώπου στο εξώφυλλο του Six and Six μοιάζει με ανάμνηση που ξεθωριάζει μπροστά στα μάτια μου. Ένας ανάποδος αλχημιστής που βρήκε το ελιξήριο του αιώνιου έφηβου. Δεν τηρεί κανένα πρόσχημα. Δεν αποτρέπει το πεπρωμένο. Μια μορφή στα αριστερά, κρυμμένη από συμμαθητές, συνεργάτες και συγκάτοικους, το πιθανότερο ούτε παρούσα ούτε απούσα. Το βλέμμα χαμηλό, σαν να κουβαλάει την αμηχανία του ίδιου του χρόνου, όμως σε καρφώνει. Χωρίς αιτία. Καμμιά ερώτηση. Δεν είναι πορτρέτο — είναι τεκμήριο ύπαρξης. Προδικάζει "I Knew You Would Leave", προτείνει "Forgive Me" και αποφασίζει "You're The Best One". Κανένα σημάδι χρόνου. Η εναρκτήρια φωτοβολίδα αιωνιότητας στο σύμπαν του Jandek και της Corwood Industries.
Ο Jandek εδώ είναι πιο μακριά, πιο κλειστός. Δεν ψάχνει πια επαφή· ψάχνει ησυχία. Ξέρει ότι θα υπάρξει και δεν θα σταματήσει. Η κιθάρα του γλιστράει σαν νερό σε σκουριασμένο σωλήνα, και κάθε νότα είναι ένα γράμμα που δεν στάλθηκε ποτέ. Αυτός ο δίσκος μυρίζει βροχή πάνω σε ξεφτισμένο ξύλο. Είναι η ηχώ ενός ανθρώπου που δεν θέλει να μιλήσει, αλλά δεν μπορεί να σωπάσει. Θέλει να φωνάξει ενώ νομίζεις ότι θα σιωπήσει. Καλωσορίζουμε το αυτόνομο, το μοναδικό, το αιώνιο σύστημα τιθάσευσης ηχητικών πόθων.
Ακούω το "Cold Hard World" και καταλαβαίνω — δεν είναι διαμαρτυρία, είναι διαπίστωση. Δεν θα χρειαστεί ποτέ να προχωρήσω ανάξια σε ταξινόμηση ηχητικών πονημάτων, συναισθημάτων ή φωτογραφικών θεμάτων. Είναι αυτό. Είμαι αυτός. Το σπίτι έχει μικρύνει, οι τοίχοι πλησιάζουν, κι όμως η σιωπή χωράει τα πάντα. Στο τέλος, μένει μόνο μια αίσθηση: πως κάποτε ήμουν κι εγώ εκεί, κάπου ανάμεσα σε ήχο και λύπη, σε φωτογραφίες χωρίς εστίαση, σε τόπους δίχως μηχανήματα σκέψεης, μετρώντας έξι και έξι αναπνοές πριν από τη λήθη.Είναι αυτό που είναι. Είναι αυτός που είναι. Είμαι αυτός που είμαι.
Ημερολογιακή καταγραφή τρίτη / 0741
5 Σεπτεμβρίου 1981 — τόπος σχεδόν ανύπαρκτος
Το εξώφυλλο του Later On δείχνει μια σκιά που τρέχει να πιάσει μια φιγούρα. Ο άνθρωπος ή μάλλον η φιγούρα του ανθρώπου, μοιάζει να έχει ξεχάσει γιατί υπάρχει, κι εγώ νιώθω σαν να αρχίζω να καταλαβαίνω. Το φως αδύναμο, τα χρώματα ξεθωριασμένα, ένα παλιό φιλμ που χάνει τη μνήμη του. Από εδώ και πέρα αρχίζω να αμφισβητώ τις ημερομηνίες. Με βοηθάει η τυχαία σειρά των φωτογραφιών. Έγχρωμα, ασπρόμαυρα, πορτρέτα, τοπία, κιθάρα, φυσαρμόνικα, φωνή, φωνές, κρουστά, μπάσο, καμία σειρά, καμία λειτουργία.
Το Later On δεν είναι τίτλος· είναι προειδοποίηση. Ό,τι ήθελες να πεις, θα το πεις αργότερα, αλλά τότε δεν θα σε ακούει κανείς — "Just Whisper". Απότομα έρχεται η στιγμή που η μοναξιά παίρνει σχήμα· "The Janitor" και καθαρίζει χώρους που κανείς δεν βλέπει, αφήνει την κενή ηχώ της στο πάτωμα, ανάμεσα στα σκουπίδια που έφτυσε το ασπρόμαυρο στόμα. Ένα σύμπαν χτίζεται εκεί μακριά, ενώ το "Ladies of the Corridor" μοιάζει με εμπόδιο από ψίθυρους που περνούν από πόρτα σε πόρτα, χωρίς ποτέ να σταθούν. Ένα κέρασμα από τα εκατοντάδες.
Η κιθάρα δεν είναι πλέον όργανο· είναι σώμα που αναπνέει. Οι χορδές τραβούν τον άτυπο χρόνο προς τα πίσω και μπλέκονται με τη φωνή, που τώρα μοιάζει περισσότερο με αντήχηση παρά με λέξεις τραγουδιστές. Κάθε νότα κουβαλάει την αίσθηση μιας μέρας που δεν θα ξαναγυρίσει. Πιθανόν να μην είναι καν νότες αυτές, "Your Condition" και η ανάσα - εισπνοή γίνεται ήχος μόνο σε αυτό το μικρό πνευστό στα χέρια του Jandek.
Ακούω και ξέρω πως η μοναξιά δεν είναι έλλειψη· είναι ασχημάτιστη παρουσία που σε πιάνει από το χέρι και σε οδηγεί σε δρόμους άδειους, αλλά γεμάτους ιστορίες που κανείς δεν πρόλαβε να γράψει. "Oh Jenny" και "Jessica" και μετά "John Came" και λίγο πριν το πρώτο τέλος "Jackson's Gone Down The Mississippi" και μετά "The Second End".
Και εγώ κάθομαι στη γωνία, μετρώ τις σκιές, περιμένοντας, όπως πάντα, να έρθει το later on για μένα.