Ήταν μια θειά από αυτές που υπάρχουν πάντα και είναι ίδιες. Όλο γκρίνιαζε, για τα παιδιά που έπαιζαν και την ενοχλούσαν, για τα αυτοκίνητα που παρκάραν μπροστά στην οικοδομή της, για τους γείτονες που την ζήλευαν, για το Δήμο της Σκατούπολης που δεν έδωσε το όνομα του μακαρίτη μαλάκα στο δρόμο και για λοιπά ανούσια θέματα. Η θειά παρέμεινε ίδια, έτσι κι αλλιώς είχα πάντα την υποψία ότι ήταν ρομπότ και γι΄ αυτό δεν άλλαζε σουλούπι - εκείνη την εποχή απολάμβανα Ντικ και Ούρσουλα - και ήταν η εποχή που η οικογένειά μου βιαζόταν να χτίσει το σπίτι από δίπλα γιατί θα παντρεόταν η αδελφή μου. Τα συνεργεία κάνανε ότι μπορούσαν, το ίδιο και η θειά. Μια την πολεοδομία για πιθανόν καταπάτηση του αέρα της, μια την αστυνομία για παραβίαση κατά πέντε δευτερόλεπτα της ώρας έναρξης κοινής ησυχίας, μια άλλη φορά το υγειονομικό για έλεγχο της αποχέτευσης και μια τελευταία τον παπά της ενορίας για να ελέγξει την παρθενία της μνηστευόμενης. Όσο αναφορά τις προσπάθειές μου να διδάξω Heavy Metal στη γειτονία... αυτές έληγαν πάντα άδοξα με τον πατέρα μου να με παρακαλάει να χαμηλώσω την ένταση και την μητέρα μου να ξεσκονίζει τα ακουστικά και να μου τα πλασάρει με ύπουλο τρόπο. Τα χρόνια περάσαν και περνούσα από εκείνον τον δρόμο ένα μεσημέρι αργά. Η θειά με σταμάτησε αν και ποτέ δεν της μιλούσα και μου είπε: "Βρε παλικάρι μου βάλε λίγο από εκείνες τις δυνατές μουσικές που έβαζες μικρός. Να καταλάβω κι εγώ ότι ζω ακόμα". Την κάρφωσα με μια πρόχειρη σκουριασμένη σφήνα στο μέρος που πιθανόν να υπήρχε η καρδιά της. Αποφεύγω πια εκείνον τον δρόμο, πάω από τα σοκάκια της κάτω μεριάς.