Είναι Παρασκευή, κάθομαι στη δεύτερη σειρά των πλαστικών καρεκλών που είναι βιδωμένες στο νοσοκομειακό πάτωμα. Δίπλα μου είναι ο πατέρας μου και τριγύρω πολύ λιγότερα άτομα πια, είναι μετά τη μία το μεσημέρι και σίγουρα έχουμε άλλη μιάμιση ώρα αναμονή. Στα γρήγορα κάτι αναφέρεται για το αγροτικό αμάξι και ο μπροστινός, ιδέα δεν είχα ότι υπήρχε μπροστά μας κάποιος άνθρωπος πατάει πάνω σε αυτό κάνει μια μικρή ερώτηση για να μπορέσει να εισέλθει στον πίσω κόσμο κι έπειτα, καμπουριασμένος όπως είναι, απελευθερώνει μέσα σε ελάχιστα λεπτά ένα κομμάτι του κόσμου εκεί - εδώ, έξω από εδώ, αλλά τόσο εδώ.
Είμαι από την Αχαΐα, συνήθως δεν ξέρουν εδώ πάνω τα μέρη της Πελοποννήσου οπότε καλύτερα να ξεκινάω έτσι. Μένουμε στην Πάτρα, εγώ και η γυναίκα μου. Για την ακρίβεια μένουμε τόσο στην Πάτρα όσο και στη Θεσσαλονίκη. Εδώ νοικιάσαμε μια μικρή, επιπλωμένη γκαρσονιέρα στη Σταυρούπολη, κοντά στο παιδί για να τον βοηθήσουμε αφού η γυναίκα του έχει το μικρό τους παιδί. Στο χωριό μου έχω πολλά στρέμματα με αμπέλια και ελαιώνες. Τα πρόσεχα όλη μου τη ζωή και έλεγα να 'ρθει η σύνταξη να τα απολαύσω όλα αυτά που αγαπώ. Σηκωνόμουν ξημερώματα να πάω να ποτίσω τα αμπέλια ή να κλαδέψω τις ελιές που στεκόντουσαν σαν νύφες, γεμάτες με καρπούς να λαμποκοπούν στο πρώτο φως του ήλιου. Έχω τρακτέρ δύο και αγροτικό και όλα τα απαραίτητα μηχανήματα. Σιγά σιγά έφτιαξα το δικό μου στόλο, έκλεβα από το χρόνο της κάθε μέρας μου και τα έφτιαξα όλα. Πέντε χρόνια πριν βγω στη σύνταξη ήρθε ο καρκίνος σε μένα. Πάνε επτά χρόνια και με τη σειρά ήρθε στη γυναίκα μου και πριν τριάντα - σαράντα μέρες στο γιο μου. Μετακομίσαμε αμέσως. Σήμερα είναι η χημειοθεραπεία του παιδιού και αύριο θα φύγουμε στην Πάτρα για τη θεραπεία της γυναίκας μου. Αυτή είναι όλη η οικογένεια μου και οι δυο τους είναι σε τελικό στάδιο, δεν ξεπερνιέται. Τα κτήματα τα έδωσα μισακά σ' έναν αλβανό που είχα μαζί μου. Τι να κάνω; Δεν χρειάζομαι ούτε τα αγροτικά, ούτε τ' αμπέλια, ούτε τις ελιές, ούτε τα σπίτια, ούτε τα ξενύχτια μου για περισσότερα κι άλλα περισσότερα, είμαστε τρεις κι έχουμε κι οι τρεις καρκίνο και θα σβήσουμε πολύ σύντομα.
Σε λίγο πέρασε ξανά από μπροστά μας σπρώχνοντας ένα καροτσάκι με τον γιο του επάνω, καμία επικοινωνία, ένας άνθρωπος που μόλις είχε βρει δουλειά, σύντροφο, σπίτι κι άρχιζε την οικογένεια και τη ζωή που ήταν προορισμένος να κάνει. Οι γονείς θα ήταν περήφανοι, τώρα ο πατέρας με μάλλινη μπλούζα και ανοιχτόχρωμο λερωμένο παντελόνι, προσπαθεί να κουμαντάρει το μεγάλο σώμα του παιδιού του μαζί με σακούλες γεμάτες εξετάσεις, διαγνώσεις, χαρτιά και πεταμένα λεφτά. Δίπλα η γυναίκα - σύζυγος - μητέρα, σκεβρωμένη, μισή, με κοντό κόκκινο αραιό μαλλί συζητάει για το τρόπο της παρακέντησης και τα λίτρα υγρού που έβγαλαν από κάποιο όργανο του παιδιού της σαν μια απλή καθημερινή συνταγή που εκτελεί με απόλυτη ευκολία. Προχώρησαν οι ίδιοι, οι σκιές τους, το μέλλον τους και βγήκαν στο διάδρομο.
Σηκώθηκα, έβαλα τα ακουστικά, τους προσπέρασα και βγήκα στο θαμπό ήλιο του μεσημεριού. Αναμονή να περάσουν άλλα είκοσι πέντε λεπτά. Έπειτα επιστροφή. Μετά πάλι εδώ. Μετά επιστροφή. Ένα σπίτι στην Πάτρα, ένα σπίτι στο χωριό, ένα σπίτι στη Θεσσαλονίκη, μια αναπηρική καρέκλα με ένα ψηλό παλικάρι που τη σπρώχνει ο γερασμένος πατέρας δίπλα σε μια μαζεμένη μάνα που απλά αντέχει τον εαυτό της και τον κόσμο όλο πάνω της. Είναι όλοι σκυμμένοι, ζαρωμένοι, καμπουριασμένοι και απογοητευμένοι ένα ακόμα μεσημέρι Παρασκευής.