Πέμπτη 6 Ιουνίου 2024
το "τς"
στο τόπο με το τίποτα κανείς δεν χάνει, ούτε αυτός ούτε αυτή ούτε τα μυστήρια, πρέπει να καθιερωθεί, καλύτερα να κάνουν μυστήρια αντί για παιδιά, καλύτερα να συνεχίζουν να πετάνε τα τσιγάρα απ' τα μπαλκόνια αντί να επιλέγουν τετράποδα ζώα συντροφιές - υπάρχουν κι οι σύντροφοι και οι συντρόφισσες με δυο λιγότερα, κι έτσι βρέθηκα να ζητώ και να πληρώνω τις απαραίτητες υπηρεσίες χασάπικου ενός βαθμολογούμενου με 4,9 αστεράκια στην πόλη που βράζει στο ζουμί της λόγω τοπικής ανοησίας, κι εγώ ως μέτοχος στην απέραντη έκταση της σύγχρονης πόλης, όπου οι τσιμεντένιοι άναρχοι πύργοι διαπερνούν τον ουρανό και οι δρόμοι τρυπιούνται και πάλλονται με αδιάκοπη δραστηριότητα, τα σκυλιά ξεχνιούνται, ονομάζονται κατοικίδια, μετά ζώα συντροφιάς από αυτά που δεν ψηφίζουν όμως κάθε τετραετία, μετά ψυχούλες και η ύπαρξή τους περιορίζεται σε απλό θόρυβο μέσα στην κακοφωνία της ανθρώπινης ελεεινής προόδου, αυτά τα πλάσματα, κάποτε σεβαστά ως πιστοί σύντροφοι σε διανθισμένες ιστορίες παλαιότερων, τώρα περιφέρονται στις τσιμεντένιες ζούγκλες, τα πνεύματά τους σπασμένα από την ανυποχώρητη πορεία της αστικοποίησης - του κέρδους - της κακίας, τα μάτια τους σχεδόν κενά, είναι σκιές που γλιστρούν ανάμεσα στα βρομισμένα σοκάκια με τα αυτοκίνητα να τα κυνηγούν, ψάχνουν για σκουπίδια ανάμεσα στα υπολείμματα της ανθρώπινης κατανάλωσης, εκείνα τα μάτια τους, κάποτε λαμπερά και γεμάτα ζωή, τώρα θαμπά και γυαλισμένα από τσαλακωμένα ξεσκονόπανα, εσείς μιλήστε για ένα βάσανο τόσο βαθύ που ξεπερνά το φυσικό, πείτε για ένα μαρτύριο ψυχής, μια αγωνία που γεννιέται από παραμέληση και αδιαφορία, γιατί σε αυτή την ερωτιάρικη πόλη, την άκαρδη σχεδόν μητρόπολη μιας ολόκληρης άσχημης χερσονήσου, δεν υπάρχει χώρος για συμπόνια, δεν υπάρχει χώρος για τρυφερότητα, μόνο η σκόνη από τα ζώα, μόνο το αδυσώπητο άλεσμα της επιβίωσης, τα πεζοδρόμια, γεμάτα πρόσκαιρη γλιστερή βροχή και ασκούπιστα από τα πεταμένα όνειρα, γίνονται πεδίο μάχης όπου τα σκυλιά κάνουν πόλεμο για την ίδια τους την ύπαρξη, περιηγούνται στον λαβύρινθο από μπετόν και φθηνό χάλυβα, αποφεύγοντας τροχοφόρα και σκληροτράχηλους πεζούς έτοιμους να σφάξουν στο γόνατο κάθε ημιμαθή, με τα κορμιά τους σημαδεμένα - σχεδόν τρύπια - και χτυπημένα από αμέτρητες συναντήσεις με τις σκληρές πραγματικότητες της αστικής ζωής, τον θόρυβο, τον ανελέητο θόρυβο, τα ευαίσθητα αυτιά τους, μια ατελείωτη συμφωνία σειρήνων και κραυγών, μηχανών που βρυχώνται και κόρνες, ο φόβος, ο φόβος κάθε στιγμής και ο κίνδυνος, ο κίνδυνος που ελλοχεύει σαν αυτοκόλλητο μέσα στα γαριδάκια, είναι ένα μαρτύριο που δεν γνωρίζει ανάπαυλα, ένα αδιάκοπο μπαράζ που τους φθείρει τα νεύρα και τους οδηγεί στο χείλος της τρέλας, μέσα κι έξω απ' αυτήν, οι άνθρωποι, βυθισμένοι στις δικές τους επιδιώξεις, χρήματα - αναγνώριση - κατανάλωση - αγνοούν τα βάσανα που τους περιβάλλουν, τα μάτια τους καρφωμένα στις ελάχιστες οθόνες, το μικρό κουτό μυαλό τους απασχολημένο με τις επιπόλαιες τρελίτσες της σύγχρονης ύπαρξης, χρήματα - αναγνώριση - κατανάλωση - πατούν πάνω από τα σκυλιά καθώς κείτονται στις υδρορροές, τα κορμιά τους αδυνατισμένα ή τουμπανισμένα, να τρέμουν από την πείνα ή από την κατανάλωση σκουπιδιών, οι κάποτε δυνατοί μύες χάνονται σε σκιές του πρώην ζωικού εαυτού τους, είναι φαντάσματα, που στοιχειώνουν την περιφέρεια της ανθρώπινης συνείδησης, αυτά που αφέθηκαν από ανώτερα όντα, οι κραυγές τους για βοήθεια ανήκουστη, οι εκκλήσεις τους για έλεος αγνοούνται, δεν εισακούγονται, η πόλη, με τα πανύψηλα γι' αυτά οικοδομήματα και τις μεγάλες λεωφόρους της, είναι ένα μνημείο για τα ανθρώπινα επιτεύγματα, αλλά είναι επίσης μια απόδειξη της ανθρώπινης σκληρότητας, ένα μέρος όπου οι αδύναμοι και ευάλωτοι παραμερίζονται, ξεχνιούνται στην ακατάπαυστη επιδίωξη της προόδου και της ολιγόλεπτης γρήγορης βόλτας μια φορά λίγο μετά την επιστροφή τους, γρήγορα, να αποφύγουμε τους άλλους που δεν μπορούν να μας θαυμάσουν, μια φωτογραφία, μια ιστορία, μια ανάγκη στα γρήγορα και πίσω στο μικρό κλουβί μέσα στο μεγάλο κλουβί, τα σκυλιά, με τα παραπονεμένα αυτιά τους και τα κουρασμένα σώματά τους, είναι μια έντονη υπενθύμιση του κόστους αυτής της προόδου, φέρουν τα σημάδια της αδιαφορίας της ανθρωπότητας, τα βάσανά τους μια σιωπηλή επίπληξη για την σκληρότητα της αστικής ψυχής, την αδιαφορία της εκκλησιαστικής μόρφωσης, οι κρύοι, απρόσωποι και θεόστραβοι δρόμοι είναι οι τελικοί εκτελεστές τους, δεν βρίσκουν παρηγοριά, δεν βρίσκουν καταφύγιο από τον ατελείωτο κύκλο του πόνου και της παραμέλησης, είναι τα ξεχασμένα θύματα ενός κόσμου που έχει χάσει την ικανότητά του για πραγματική ενσυναίσθηση, κι όμως... οι νύχτες είναι οι χειρότερες, το κρύο εισχωρεί στα κόκαλά τους καθώς κουλουριάζονται στις πόρτες και κάτω από παγκάκια, αναζητώντας τη λίγη ζεστασιά που μπορούν να βρουν, όχι την πραγματική - αλλά την άλλη, τα όνειρά τους στοιχειωμένα από αναμνήσεις καλύτερων ημερών, εποχών που τους αγαπούσαν και τους φρόντιζαν, τότε που για λίγες μέρες έζησαν χαρά - έζησαν πόθο - αγαπήθηκαν - τους κοίταξαν στα μάτια, δίχως απαιτήσεις και νυστέρια, τώρα, εκείνες οι μέρες δεν είναι παρά μακρινοί απόηχοι, αχνοί και ξεθωριασμένοι στο σκληρό φως της εθνικής πραγματικότητας, αποδείξεις που δεν κρατήθηκαν και καλώδια βγαλμένα με το ζόρι, ξυπνούν κάθε στιγμή σχεδόν από την ίδια ζοφερή ύπαρξη, μια φωνή, μια εξάτμιση, ένα πυροτέχνημα, καμιά ελπίδα, και δίνουν έναν ατελείωτο αγώνα για να επιβιώσουν σε μια πόλη που δεν έχει θέση για αυτά, έχει για όλα τα άλλα, τα δίποδα, αλλά δεν έχει για αυτά, χωρίς σκέψη, μόνο με εικοσιτετράωρες ιστορίες κι καρδιές στο ίδιο χρώμα, οι ζωές τους μια απόδειξη της σκληρότητας που κρύβεται κάτω από τα πρώτα χιλιοστά της επιφάνειας του ανθρώπινου πολιτισμού, για όλες τις προόδους και τα επιτεύγματά της, η χώρα παραμένει ένας τόπος βαθιάς ταλαιπωρίας για όσους έχουν μείνει πίσω, μαζί με τα σκυλιά, με τα σπασμένα τους σώματα και τα κακοποιημένα πνεύματα, είναι οι σιωπηλοί μάρτυρες αυτού του πόνου, η παρουσία τους μια υπενθύμιση ότι η πρόοδος, χωρίς συμπόνια , είναι κούφια και άδεια, μόνο πρόφαση για περισσότερη λεφτά, περισσότερες λαμαρίνες, λιγότερο χρόνο, λιγότερη ζωή, κατανάλωση - επίδειξη - επόμενη ζωή δεν υπάρχει, κι αυτά περιπλανώνται στους δρόμους, τα μάτια τους αναζητούν μια καλοσύνη που δεν έρχεται ποτέ, τα σώματά τους αδυνατίζουν κάθε μέρα που περνάει, τα πνεύματά τους διαβρώνονται αργά κάτω από το βάρος ενός ατελείωτου μαρτυρίου, στο τέλος, αφήνονται να πεθαίνουν μόνα, είχαν ήδη πεθάνει για τους ιδιοκτήτες, χωρίς φωτογένεια - χωρίς ζωή, τα σώματά τους πεταμένα και αόρατα σαν τόσα απορρίμματα, μια τραγική απόδειξη της αδιαφορίας του σύγχρονου αυτού εδώ τόσο παλιόκοσμου, και η πόλη, με όλο της το μεγαλείο, είναι ένας τόπος βαθιάς θλίψης, ένας τόπος όπου οι πιο ευάλωτοι ανάμεσά μας αφήνονται να υποφέρουν και πεθαίνουν στη σιωπή, οι κραυγές τους δεν ακούγονται, ο πόνος τους δεν αναγνωρίζεται, είναι τα φαντάσματα του αστικού τοπίου, οι ζωές τους ένα σιωπηλό κατηγορητήριο της σκληρότητας που βρίσκεται στο επίκεντρο της ανθρώπινης προόδου, της επαναλαμβανόμενης κατανάλωσης, στα βάσανά τους βλέπουμε το πραγματικό κόστος της αδιαφορία μας, το βλέπουμε; (αναρωτιέμαι και ξεχνώ), ένα κόστος μετρημένο σε σπασμένα σώματα και συντετριμμένα πνεύματα, ένα κόστος που, για όλα εκείνα τα επιτεύγματά μας δεν μπορούμε ή δεν θέλουμε να πληρώσουμε, ο πολιτισμός μας προχωρά, αδυσώπητος και αδιάφορος, σαν επαγγελματίας σφάχτης που αφαιρεί τεμάχια από το εσωτερικό των σημάτων, αφήνοντας πίσω του ένα ίχνος ξεχασμένων ψυχών, τα σκυλιά, τόσο τα μη εμφανή σε φωτογραφίες αδέσποτα όσο και τα εμφανή σε ιστορίες κατοικίδια, με τα κουρασμένα και σπασμένα σώματά τους, είναι η πιο οδυνηρή υπενθύμιση αυτού, το βάσανό τους καθρέφτης της δικής μας χαράς και ικανότητας για σκληρότητα, μια σκληρότητα που, παρ' όλες τις προόδους μας, παραμένει τόσο διάχυτη και ολέθρια όσο ποτέ, ίσως κι όπως πάντα όμως, αλλά στο τέλος, πάλι, τα τετράποδα πεθαίνουν μόνα τους, τα κορμιά τους αφήνονται να σαπίζουν στις γωνίες και τα πανάσχημα αλσύλλια της πόλης, οι ζωές τους μια τραγική απόδειξη της αδιαφορίας της ανθρώπινης ψυχής, είναι τα φαντάσματα του σύγχρονου κόσμου, η ταλαιπωρία τους μια σιωπηλή επίπληξη για την αναισθησία μας, ο θάνατός τους μια υπενθύμιση ότι η πρόοδος, χωρίς συμπόνια, δεν είναι τίποτα άλλο από μια κούφια και κενή επιδίωξη στο ανελέητο κυνήγι της προόδου, χωρίς αναρτήσεις χωρίς επευφημίες, κι εσύ έχεις ξεχάσει το πραγματικό κόστος των επιτευγμάτων που υπηρετείς, ένα κόστος μετρημένο σε σπασμένες ψυχούλες και συντετριμμένα πνεύματα, ένα κόστος που, για όλες τις προόδους μας δεν μπορείς ή δεν θέλεις να πληρώσεις, και έτσι, αυτά συνεχίζουν να υποφέρουν κι εσύ να κωφεύεις, η ζωή τους μια σιωπηλή επίπληξη για την αναισθησία σου, ο θάνατός τους μια υπενθύμιση ότι η πρόοδός σου, χωρίς συμπόνια, δεν είναι παρά μια κούφια και κενή επιδίωξη για περισσότερα καταναλωτικά αγαθά, να είσαι ποθητός/η, αρεστός/η, δολοφόνος