Κυριακή 30 Ιουνίου 2024

Συμπτώσεις από φρέον...

Σε μια νυσταγμένη γαλλική πόλη όπου ο χρόνος φαινόταν να περιπλανιέται άσκοπα ανάμεσα στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές του εξπρεσιονισμού, εκτυλίχθηκε ένα περίεργο γεγονός που θα άλλαζε για πάντα την κατά τα άλλα κοσμική ιστορία της. Η μόνη πληροφορία που μπορεί να δωθεί είναι ένας τυχαίος ή και άσχετα συμπτωματικός κωδικός, όπως HFC R134a.

Εκείνο το τραγανό καλοκαιρινό Κυριακάτικο μεσημεριανό, καθώς ο ήλιος έλουζε τα πλακόστρωτα δρομάκια με χρυσό φως αγορασμένο από επαρχιακό ενεχυροδανειστήριο, μια μυστηριώδης φιγούρα εμφανίστηκε από το άγνωστο κι ακόμα παραπέρα. Γνωστός μόνο ως θρύλος, φάντασμα μιας ξεχασμένης εποχής, ασημένια σφαίρα από το πουθενά, ήταν σαν άνθρωπος των αντιφάσεων. Το κοστούμι του άστραφτε με χίλια και ένα χρώματα, άλλαζε αποχρώσεις με κάθε βήμα και με κάθε κούνημα των ισχύων του, και το καπέλο του επέπλεε απίθανα πάνω από το κεφάλι του και τα αχτένιστα μυαλά του. Τα μάτια του, μια απίθανη απόχρωση αμέθυστου αλλά και μεθυσμένου από τσίπουρο άνευ γλυκάνισου, άστραφταν με μια αταξία που υποδήλωνε μυστικά πολύ βαθιά γνώση πειραματικής μουσικής για την κατανόηση των θνητών.

Το πρώτο σημάδι της παρουσίας του ήταν μια σειρά από παράξενες συμπτώσεις αλλά και αερίου R417A. Ο αγαπημένος πύργος του ρολογιού της πόλης άρχισε να ηχεί σε τυχαίες ώρες, παίζοντας μελωδίες από ξεχασμένα όνειρα και άλλα όνειρα μέσα στα προηγούμενα όνειρα. Παγάκια έτρεχαν να σωθούν από χάρτινα καλαμάκια και μερικοί πιστοί διάβαζαν το απόδειπνο την ώρα του μεσημεριανού. Τα λουλούδια άνθισαν μέσα στη προκείμενη νύχτα, τα πέταλά τους έλαμπαν με ένα απόκοσμο φως και μερικά ελικόπτερα άρχισαν να κυνηγάνε τους τελευταίους πελεκάνους της περιοχής. Ψίθυροι συνομιλιών που δεν είχαν γίνει ποτέ στριφογύριζαν στις γωνίες και στα σοκάκια, σαν δίσκοι που τελείωσαν και συνέχισαν να γυρνάνε σε μη-αυτόματα πικάπ.

Ένα κάποιο βράδυ, εκείνο που ήρθε μετά το μεσημέρι, κάτω από έναν ουρανό βαμμένο με σουρεαλιστικές αποχρώσεις του βαθύ μαύρου και του σερουλέαν, διαπράχθηκε ένα κάποιο έγκλημα. Το πολύτιμο αγαθό του δημάρχου που εκλέχθηκε παμψηφεί για δεύτερη φορά, μια πυξίδα τσέπης αντίκα που φημολογείται ότι περιέχει ένα κομμάτι αιωνιότητας, αλλά και την κατεύθυνση που χάθηκε η Ατλαντίδα, εξαφανίστηκε χωρίς ίχνος. Η πυξίδα είχε φυλαχτεί σε μια κλειδωμένη γυάλινη θήκη, φρουρούμενη από μια μοίρα μηχανικών πουλιών που τραγουδούσαν τραγούδια αγροτικής επαγρύπνησης. Στην παρέα προστέθηκαν πολλά ψυκτικά αέρια και υγρά και στερεά σε μορφή τετραγώνου αλλά και σταυρού, που βασίζονταν στο φθόριο και θεωρούνταν σύμφωνα με τα παλαιοληθικά τροπάρια ότι συνέβαλλαν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου (GWP) και στην καταστροφή της στιβάδας του όζοντος (ODP).

Ένας αυστηρός επιθεωρητής, άνθρωπος της λογικής και του έννομου παραλόγου, πρώην στατιωτικός και ακόμα πιο πρώην ορθόδοξος χριστιανός, κλήθηκε να ερευνήσει. Τα κοφτερά μάτια του δεν έχασαν τίποτα καθώς άρχισε την αναζήτησή του. Θα προτιμούσε να είχε παρευρεθεί ως κύριος πρωταγωνιστής σε μία μεσημβρινή πετυχημένη πεολειχία, αλλά δεν του έκατσε τότε. Αντί αυτής, βρήκε φύλλα από πρωινή μπουγάτσα εμπλουτισμένα με σοκολατούχο ρόφημα. Βρήκε ραβασάκια από έρωτες που διαπράχθηκαν κάτω από τραπέζια. Βρήκε τετράφυλλα τριφύλια και μια έκδοση επτά δίσκων με φωνές βατράχων από τον Ουζμπεκιστάν. Αλλά η μυστηριώδη φιγούρα δεν ήταν ένας κάποιος συνηθισμένος κλέφτης. Άφησε πίσω μόνο ένα ίχνος ελάχιστων ενδείξεων σουσαμιού που αψηφούσαν τους νόμους της πραγματικότητας. Λίγο μετά από εκείνη τη στιγμή, ένας πίνακας στην κεντρική τράπεζα μεταμορφώθηκε σε χάρτη όταν τον άγγιξε το φως του νέου Ιουλιάτικου φεγγαριού. Μαζί ένα κρυπτικό ποίημα εμφανίστηκε στους τοίχους του γειτονικού αρτοποιείου, σαν σύμπτωση κι αυτό γραμμένο με αλεύρι και ζάχαρη, που εξαφανιζόταν όταν απαγγέλεται δυνατά στη Των αγίων Πάντων. Πάντως κατά σύμπτωση στην πλατεία της πόλης, ένα σιντριβάνι έρεε με μελάνι αντί για νερό, συλλαβίζοντας μηνύματα ορατά μόνο στις αντανακλάσεις.

Τότε, από το πουθενά, ένα ψυγείο ξεχύθηκε σε εκείνη την ειρηνική πλατεία της πόλης. Δεν ήταν μια συνηθισμένη συσκευή. Είχε γίνει μέσω ηλεκτρονικής παραγγελίας μετά το μεσημεριανό ντερλίκωμα. Έλαμπε με μια απόκοσμη, εξωγήινη λάμψη, βούιζε με μια ανησυχητική ενέργεια, πάγωνε τα βλέμματα και έριχνε άηχες πορδές φρέον με σύνομη διαδικασία. Αργά εκείνο το βράδυ, οι κάτοικοι της πόλης ξύπνησαν από τον ήχο ενός βαθύ, μηχανικού γρυλίσματος. Το ψυγείο είχε ζωντανέψει, με την πόρτα του να ανοίγει για να αποκαλύψει μια άβυσσο από αστέρια που στροβιλίζονται και μακρινούς γαλαξίες και λοιπά σούπερ μάρκετ εικοσιτετραώρου λειτουργίας. Ήταν μια εξωγήινη οντότητα, ένα πλάσμα από μια άλλη διάσταση, και άρχισε να σπέρνει τον όλεθρο στην πόλη, μαζί με βιντεοκασέτες που κάποτε είχαν χαθεί μυστηριωδώς και τώρα επέστρεφαν σε δυάδες.

Το ψυγείο κύλησε στους δρόμους, με την κρύα ανάσα του να παγώνει τα πάντα στο πέρασμά του.  Συμπτωματικά, κάθε άτομο που περνούσε στα τριάντα δύο βήματα από τα δεξιά του, ένιωθε μια απίθανη ανατριχίλα, σαν να αφαιρούνταν από το μυαλό τους οι δικές τους αναμνήσεις και να αποθηκεύονταν στα παγωμένα βάθη του. Μεγάλη γκάμα συσκευασιών ανάλογα με τις ανάγκες όλων των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους εμφανίστηκε ξαφνικά σε φιαλίδια, φιάλες 10-12 κιλών, φιάλες 40-54 κιλών, κυλίνδρους 1 τόνου κτλ. Ο επιθεωρητής, αποφασισμένος να λύσει το μυστήριο, ακολούθησε το παγωμένο μονοπάτι του ψυγείου, όταν από μια ακόμα κίτρινη κατουρλί σύμπτωση έπεσε στα πόδια του ένα ηλεκτρονικό τσιγάρο με γεύση HFO R1234yf, εμπλουτισμένο με το φυσικό ψυκτικό φιλικό προς το περιβάλλον, R290.

Σε μια περίεργη ανατροπή, ο ίδιος επιθεωρητής που έμοιαζε τραγικά με τον πρώην διευθυντή ασφαλιστικής εταιρείας διαστημοπλοίων σε Ελληνική επαρχιακή πόλη, έπεσε πάνω στην ίδια μυστηριώδη φιγούρα, η οποία φαινόταν να επικοινωνεί με το ψυγείο των εξωγήινων μέσω κρυπτικών χειρονομιών και άλλων απόκοσμων ήχων (musique concrete & electroacoustic). Τα μάτια της φιγούρας άστραψαν με την ίδια άτακτη λάμψη και ο επιθεωρητής συνειδητοποίησε ότι τα δύο συνδέονταν με τρόπους πέρα ​​από την κατανόηση των κοινών υπαλλήλων ταμείων αλλά και επιθεωρητών πωλήσεων. Άρχισε να μετράει ανάποδα και ανά τέσσερα από το 1320 μέχρι την τετραγωνική ρίζα του 7680. Τότε μόνο ο επιθεωρητής βρέθηκε μέσα σε ένα παιχνίδι εξυπνάδας τόσο με τη αινιγματική φιγούρα όσο και με το εξωγήινο ψυγείο, ένα παιχνίδι όπου τα διακυβεύματα ήταν ο ίδιος ο ιστός του χρόνου και της πραγματικότητας σε ρυθμούς π εις τη ν. Οι μέρες μετατράπηκαν σε νύχτες εν ριπή οφθαλμού, και οι κάτοικοι της πόλης βρέθηκαν παγιδευμένοι σε έναν χορό σκιών και φωτός, με τις ζωές τους να μπλέκονται με όνειρα και ξεχασμένες αναμνήσεις. Ένα μπλε αμάξι πέρασε από τον αγροτικό δρόμο με τα φώτα κλειστά, κανείς δεν ενδιαφέρθηκε. Η ζωή συνεχίστηκε μέχρι τέλους.

Τότε, σε εκείνο το τέλος, ένα παιδί μεταναστών ήταν που έλυσε τον γρίφο. Με αθώα μάτια που έβλεπαν πέρα ​​από τα συνηθισμένα, ανακάλυψε το μυστικό που ακόμα και τώρα κρύβεται μέσα στην αρχαία υπόγεια βιβλιοθήκη της πόλης. Ένα παλιό, σκονισμένο βιβλίο ψιθύριζε μυστικά του χρόνου και του χώρου, με τις σελίδες του γεμάτες σύμβολα που χόρευαν και μετακινούνταν σαν ζωντανά πλάσματα στα μάτια των παιδιών που είναι ακόμα παδιά. Φυσικά οι κάτοικοι λιθοβόλησαν μέχρι θανάτου το παιδί μεταναστών ενώ αντίθετα γυάλιζαν το εξωγήινο ψυγείο με αγιασμό και σπέρμα αγίων μέχρι να εκείνο να διαμαρτυρηθεί εντόνως. Ικανοποίησαν έτσι εμπράκτως την επιθυμία τους να γυρίσουν σελίδα σε επτά χρόνια περιφρονητικής και διαβρωτικής εξουσίας περάσματος του παιδιού μεταναστών από τη βρεφική στην επικίνδυνη νεανική ηλικία.

Καθοδηγούμενος από τη διορατικότητα του νεκρού παιδιού, ο επιθεωρητής αντιμετώπισε τη αινιγματική φιγούρα και το ψυγείο εξωγήινων στην καρδιά της πλατείας της πόλης, κάτω από έναν ουρανό που έλαμπε από αστέρια και ιστορίες, αλλά και διαμέσου νεφών βρισιών, εξάψαλμων και μαντινάδων των ντόπιων. Εκεί αποφασίστηκε η βιαστική ανακωχή, η σύναψη δανείου με δυσμενείς όρους για όλες τις πλευρές και η κοινή προσευχή ώστε και έτσι έκαναν μια πρόχειρα βιασμένη συμφωνία. Η πυξίδα επιστράφηκε μέσω μια μαύρης τρύπας ως ρολόι τσέπης, το κομμάτι της αιωνιότητάς της ανακηρύχθηκε ανέπαφα παρθένο, και η μυστηριώδης φιγούρα παρέα με το ψυγείο εξωγήινων εξαφανίστηκαν στην ομίχλη για άλλη μια φορά ξανά, αφήνοντας πίσω μια πόλη που άλλαξε για πάντα από την παρουσία τους. Ή και καθόλου.

Η ζωή στην πόλη (δυστυχώς) επέστρεψε στον νυσταγμένο ρυθμό της, αλλά η ανάμνηση της αινιγματικής φιγούρας και του εξωγήινου ψυγείου παρέμεινε για άλλα επτά λεπτά. Ο επιθεωρητής άφησε ανεξίτηλα τα σημάδια των ερευνών του στους τοίχους με στένσιλ. Κυρίως στον τοίχο μιας μονοκατοικίας όπου αχειροποίητα χαράχθηκε με την εντολή του το ρητό του γέροντα Παφνούτιου: "Το Μουνί Καράβι Σέρνει" και κατόπιν υπέγραψε με έναν σταυρό διανθισμένο με λουλουδάκια κόκκινα και πέταλα κίτρινα. Οι κωδωνοκρουσίες του πύργου του ρολογιού έφεραν μια νότα μαγείας, τα ραδίκια εξακολουθούσαν να λάμπουν ανάποδα και αχνά τη νύχτα, και οι κάτοικοι της πόλης, τώρα πιο σοφοί στα μυστήρια του κόσμου, ζούσαν με ένα νέο θαύμα στην καρδιά τους. Αναρωτιόντουσαν τι κατηγορίας καταναλώσης να ήταν εκείνο το ψυγείο εξωγήινων καθώς και αν το καλώδιο παροχής ήταν πάνω από ένα μέτρο και είκοσι δύο εκατοστά. Στις ήσυχες στιγμές του μέλλοντος, όταν ο αέρας ψιθύριζε στους δρόμους ιστορίες βγαλμένες από χαζά μυαλά, σχεδόν όλοι τους με τη βοήθεια του γέροντα, άκουγαν το γέλιο της αινιγματικής φιγούρας και το μακρινό βουητό του ψυγείου εξωγήινων, να αντηχούν στο χρόνο. Συμπτωματικά κάθε μεσημέρι στις τρεις και δεκαέξι μια παραγγελία ολοκληρωνόνταν και ένα ποτήρι παγωμένης ρακί έπεφτε στο πάτωμα και δεν χυνόταν στάλα.

Η παραγγελία της Κυριακής 30 Ιουνίου θα εκτελεστεί την επομένη, δηλαδή Δευτέρα 1 Ιουλίου. Καλοτάξιδο το ψυγείο. Συμπτωματικά το ψυγείο δεν είναι καράβι άρα δεν σέρνει... παρόλα αυτά στις οδηγίες αλλά και στον εσπερινό σήμερα πρέπει να μνημονευτεί ότι: «στη γραφική γαλλική πόλη, το ψυγείο των εξωγήινων, που λάμπει από τον κοσμικό παγετό, δήλωσε: "Συμπτωματικά, κάθε φορά που βουίζω, οι κάλτσες κάποιου εξαφανίζονται!" αναγκάζοντας τον σαστισμένο επιθεωρητή και την κοντή κρυφή βοηθό του, να αμφισβητήσουν όχι μόνο τη φύση της πραγματικότητας αλλά και την ξαφνική έλλειψη ζεστών ποδιών».

Πέμπτη 6 Ιουνίου 2024

το "τς"

στο τόπο με το τίποτα κανείς δεν χάνει, ούτε αυτός ούτε αυτή ούτε τα μυστήρια, πρέπει να καθιερωθεί, καλύτερα να κάνουν μυστήρια αντί για παιδιά, καλύτερα να συνεχίζουν να πετάνε τα τσιγάρα απ' τα μπαλκόνια αντί να επιλέγουν τετράποδα ζώα συντροφιές - υπάρχουν κι οι σύντροφοι και οι συντρόφισσες με δυο λιγότερα, κι έτσι βρέθηκα να ζητώ και να πληρώνω τις απαραίτητες υπηρεσίες χασάπικου ενός βαθμολογούμενου με 4,9 αστεράκια στην πόλη που βράζει στο ζουμί της λόγω τοπικής ανοησίας, κι εγώ ως μέτοχος στην απέραντη έκταση της σύγχρονης πόλης, όπου οι τσιμεντένιοι άναρχοι πύργοι διαπερνούν τον ουρανό και οι δρόμοι τρυπιούνται και πάλλονται με αδιάκοπη δραστηριότητα, τα σκυλιά ξεχνιούνται, ονομάζονται κατοικίδια, μετά ζώα συντροφιάς από αυτά που δεν ψηφίζουν όμως κάθε τετραετία, μετά ψυχούλες και η ύπαρξή τους περιορίζεται σε απλό θόρυβο μέσα στην κακοφωνία της ανθρώπινης ελεεινής προόδου, αυτά τα πλάσματα, κάποτε σεβαστά ως πιστοί σύντροφοι σε διανθισμένες ιστορίες παλαιότερων, τώρα περιφέρονται στις τσιμεντένιες ζούγκλες, τα πνεύματά τους σπασμένα από την ανυποχώρητη πορεία της αστικοποίησης - του κέρδους - της κακίας, τα μάτια τους σχεδόν κενά, είναι σκιές που γλιστρούν ανάμεσα στα βρομισμένα σοκάκια με τα αυτοκίνητα να τα κυνηγούν, ψάχνουν για σκουπίδια ανάμεσα στα υπολείμματα της ανθρώπινης κατανάλωσης, εκείνα τα μάτια τους, κάποτε λαμπερά και γεμάτα ζωή, τώρα θαμπά και γυαλισμένα από τσαλακωμένα ξεσκονόπανα, εσείς μιλήστε για ένα βάσανο τόσο βαθύ που ξεπερνά το φυσικό, πείτε για ένα μαρτύριο ψυχής, μια αγωνία που γεννιέται από παραμέληση και αδιαφορία, γιατί σε αυτή την ερωτιάρικη πόλη, την άκαρδη σχεδόν μητρόπολη μιας ολόκληρης άσχημης χερσονήσου, δεν υπάρχει χώρος για συμπόνια, δεν υπάρχει χώρος για τρυφερότητα, μόνο η σκόνη από τα ζώα, μόνο το αδυσώπητο άλεσμα της επιβίωσης, τα πεζοδρόμια, γεμάτα πρόσκαιρη γλιστερή βροχή και ασκούπιστα από τα πεταμένα όνειρα, γίνονται πεδίο μάχης όπου τα σκυλιά κάνουν πόλεμο για την ίδια τους την ύπαρξη, περιηγούνται στον λαβύρινθο από μπετόν και φθηνό χάλυβα, αποφεύγοντας τροχοφόρα και σκληροτράχηλους πεζούς έτοιμους να σφάξουν στο γόνατο κάθε ημιμαθή, με τα κορμιά τους σημαδεμένα - σχεδόν τρύπια - και χτυπημένα από αμέτρητες συναντήσεις με τις σκληρές πραγματικότητες της αστικής ζωής, τον θόρυβο, τον ανελέητο θόρυβο, τα ευαίσθητα αυτιά τους, μια ατελείωτη συμφωνία σειρήνων και κραυγών, μηχανών που βρυχώνται και κόρνες, ο φόβος, ο φόβος κάθε στιγμής και ο κίνδυνος, ο κίνδυνος που ελλοχεύει σαν αυτοκόλλητο μέσα στα γαριδάκια, είναι ένα μαρτύριο που δεν γνωρίζει ανάπαυλα, ένα αδιάκοπο μπαράζ που τους φθείρει τα νεύρα και τους οδηγεί στο χείλος της τρέλας, μέσα κι έξω απ' αυτήν, οι άνθρωποι, βυθισμένοι στις δικές τους επιδιώξεις, χρήματα - αναγνώριση - κατανάλωση - αγνοούν τα βάσανα που τους περιβάλλουν, τα μάτια τους καρφωμένα στις ελάχιστες οθόνες, το μικρό κουτό μυαλό τους απασχολημένο με τις επιπόλαιες τρελίτσες της σύγχρονης ύπαρξης, χρήματα - αναγνώριση - κατανάλωση - πατούν πάνω από τα σκυλιά καθώς κείτονται στις υδρορροές, τα κορμιά τους αδυνατισμένα ή τουμπανισμένα, να τρέμουν από την πείνα ή από την κατανάλωση σκουπιδιών, οι κάποτε δυνατοί μύες χάνονται σε σκιές του πρώην ζωικού εαυτού τους, είναι φαντάσματα, που στοιχειώνουν την περιφέρεια της ανθρώπινης συνείδησης, αυτά που αφέθηκαν από ανώτερα όντα, οι κραυγές τους για βοήθεια ανήκουστη, οι εκκλήσεις τους για έλεος αγνοούνται, δεν εισακούγονται, η πόλη, με τα πανύψηλα γι' αυτά οικοδομήματα και τις μεγάλες λεωφόρους της, είναι ένα μνημείο για τα ανθρώπινα επιτεύγματα, αλλά είναι επίσης μια απόδειξη της ανθρώπινης σκληρότητας, ένα μέρος όπου οι αδύναμοι και ευάλωτοι παραμερίζονται, ξεχνιούνται στην ακατάπαυστη επιδίωξη της προόδου και της ολιγόλεπτης γρήγορης βόλτας μια φορά λίγο μετά την επιστροφή τους, γρήγορα, να αποφύγουμε τους άλλους που δεν μπορούν να μας θαυμάσουν, μια φωτογραφία, μια ιστορία, μια ανάγκη στα γρήγορα και πίσω στο μικρό κλουβί μέσα στο μεγάλο κλουβί, τα σκυλιά, με τα παραπονεμένα αυτιά τους και τα κουρασμένα σώματά τους, είναι μια έντονη υπενθύμιση του κόστους αυτής της προόδου, φέρουν τα σημάδια της αδιαφορίας της ανθρωπότητας, τα βάσανά τους μια σιωπηλή επίπληξη για την σκληρότητα της αστικής ψυχής, την αδιαφορία της εκκλησιαστικής μόρφωσης, οι κρύοι, απρόσωποι και θεόστραβοι δρόμοι είναι οι τελικοί εκτελεστές τους, δεν βρίσκουν παρηγοριά, δεν βρίσκουν καταφύγιο από τον ατελείωτο κύκλο του πόνου και της παραμέλησης, είναι τα ξεχασμένα θύματα ενός κόσμου που έχει χάσει την ικανότητά του για πραγματική ενσυναίσθηση, κι όμως... οι νύχτες είναι οι χειρότερες, το κρύο εισχωρεί στα κόκαλά τους καθώς κουλουριάζονται στις πόρτες και κάτω από παγκάκια, αναζητώντας τη λίγη ζεστασιά που μπορούν να βρουν, όχι την πραγματική - αλλά την άλλη, τα όνειρά τους στοιχειωμένα από αναμνήσεις καλύτερων ημερών, εποχών που τους αγαπούσαν και τους φρόντιζαν, τότε που για λίγες μέρες έζησαν χαρά - έζησαν πόθο - αγαπήθηκαν - τους κοίταξαν στα μάτια, δίχως απαιτήσεις και νυστέρια, τώρα, εκείνες οι μέρες δεν είναι παρά μακρινοί απόηχοι, αχνοί και ξεθωριασμένοι στο σκληρό φως της εθνικής πραγματικότητας, αποδείξεις που δεν κρατήθηκαν και καλώδια βγαλμένα με το ζόρι, ξυπνούν κάθε στιγμή σχεδόν από την ίδια ζοφερή ύπαρξη, μια φωνή, μια εξάτμιση, ένα πυροτέχνημα, καμιά ελπίδα, και δίνουν έναν ατελείωτο αγώνα για να επιβιώσουν σε μια πόλη που δεν έχει θέση για αυτά, έχει για όλα τα άλλα, τα δίποδα, αλλά δεν έχει για αυτά, χωρίς σκέψη, μόνο με εικοσιτετράωρες ιστορίες κι καρδιές στο ίδιο χρώμα, οι ζωές τους μια απόδειξη της σκληρότητας που κρύβεται κάτω από τα πρώτα χιλιοστά της επιφάνειας του ανθρώπινου πολιτισμού, για όλες τις προόδους και τα επιτεύγματά της, η χώρα παραμένει ένας τόπος βαθιάς ταλαιπωρίας για όσους έχουν μείνει πίσω, μαζί με τα σκυλιά, με τα σπασμένα τους σώματα και τα κακοποιημένα πνεύματα, είναι οι σιωπηλοί μάρτυρες αυτού του πόνου, η παρουσία τους μια υπενθύμιση ότι η πρόοδος, χωρίς συμπόνια , είναι κούφια και άδεια, μόνο πρόφαση για περισσότερη λεφτά, περισσότερες λαμαρίνες, λιγότερο χρόνο, λιγότερη ζωή, κατανάλωση - επίδειξη - επόμενη ζωή δεν υπάρχει, κι αυτά περιπλανώνται στους δρόμους, τα μάτια τους αναζητούν μια καλοσύνη που δεν έρχεται ποτέ, τα σώματά τους αδυνατίζουν κάθε μέρα που περνάει, τα πνεύματά τους διαβρώνονται αργά κάτω από το βάρος ενός ατελείωτου μαρτυρίου, στο τέλος, αφήνονται να πεθαίνουν μόνα, είχαν ήδη πεθάνει για τους ιδιοκτήτες, χωρίς φωτογένεια - χωρίς ζωή, τα σώματά τους πεταμένα και αόρατα σαν τόσα απορρίμματα, μια τραγική απόδειξη της αδιαφορίας του σύγχρονου αυτού εδώ τόσο παλιόκοσμου, και η πόλη, με όλο της το μεγαλείο, είναι ένας τόπος βαθιάς θλίψης, ένας τόπος όπου οι πιο ευάλωτοι ανάμεσά μας αφήνονται να υποφέρουν και πεθαίνουν στη σιωπή, οι κραυγές τους δεν ακούγονται, ο πόνος τους δεν αναγνωρίζεται, είναι τα φαντάσματα του αστικού τοπίου, οι ζωές τους ένα σιωπηλό κατηγορητήριο της σκληρότητας που βρίσκεται στο επίκεντρο της ανθρώπινης προόδου, της επαναλαμβανόμενης κατανάλωσης, στα βάσανά τους βλέπουμε το πραγματικό κόστος της αδιαφορία μας, το βλέπουμε; (αναρωτιέμαι και ξεχνώ), ένα κόστος μετρημένο σε σπασμένα σώματα και συντετριμμένα πνεύματα, ένα κόστος που, για όλα εκείνα τα επιτεύγματά μας δεν μπορούμε ή δεν θέλουμε να πληρώσουμε, ο πολιτισμός μας προχωρά, αδυσώπητος και αδιάφορος, σαν επαγγελματίας σφάχτης που αφαιρεί τεμάχια από το εσωτερικό των σημάτων, αφήνοντας πίσω του ένα ίχνος ξεχασμένων ψυχών, τα σκυλιά, τόσο τα μη εμφανή σε φωτογραφίες αδέσποτα όσο και τα εμφανή σε ιστορίες κατοικίδια, με τα κουρασμένα και σπασμένα σώματά τους, είναι η πιο οδυνηρή υπενθύμιση αυτού, το βάσανό τους καθρέφτης της δικής μας χαράς και ικανότητας για σκληρότητα, μια σκληρότητα που, παρ' όλες τις προόδους μας, παραμένει τόσο διάχυτη και ολέθρια όσο ποτέ, ίσως κι όπως πάντα όμως, αλλά στο τέλος, πάλι, τα τετράποδα πεθαίνουν μόνα τους, τα κορμιά τους αφήνονται να σαπίζουν στις γωνίες και τα πανάσχημα αλσύλλια της πόλης, οι ζωές τους μια τραγική απόδειξη της αδιαφορίας της ανθρώπινης ψυχής, είναι τα φαντάσματα του σύγχρονου κόσμου, η ταλαιπωρία τους μια σιωπηλή επίπληξη για την αναισθησία μας, ο θάνατός τους μια υπενθύμιση ότι η πρόοδος, χωρίς συμπόνια, δεν είναι τίποτα άλλο από μια κούφια και κενή επιδίωξη στο ανελέητο κυνήγι της προόδου, χωρίς αναρτήσεις χωρίς επευφημίες, κι εσύ έχεις ξεχάσει το πραγματικό κόστος των επιτευγμάτων που υπηρετείς, ένα κόστος μετρημένο σε σπασμένες ψυχούλες και συντετριμμένα πνεύματα, ένα κόστος που, για όλες τις προόδους μας δεν μπορείς ή δεν θέλεις να πληρώσεις, και έτσι, αυτά συνεχίζουν να υποφέρουν κι εσύ να κωφεύεις, η ζωή τους μια σιωπηλή επίπληξη για την αναισθησία σου, ο θάνατός τους μια υπενθύμιση ότι η πρόοδός σου, χωρίς συμπόνια, δεν είναι παρά μια κούφια και κενή επιδίωξη για περισσότερα καταναλωτικά αγαθά, να είσαι ποθητός/η, αρεστός/η, δολοφόνος