Παρασκευή 16 Αυγούστου 2013

Ιούνιος - Ιούλιος



! - (το βέλος που δείχνει το τέλος)

για πόσο μπορούμε να μιλάμε κι οι σκύλοι ν' αλυχτάν
τα κύματα θορυβούν τόσο και η ιστορία μας σβήνεται
συνετά μικρά προσδοκώμενα βηματάκια ενός χορού
πεταχτού, κρυφού, ένα 'κρακ' κι άλλο ένα 'κρακ'· τίποτα
δεν θα περάσει η μοναξιά να πάρει απ' το χεράκι της
την λήθη, πρόλαβε να βάλει τα καλύτερά της λευκά
και στέκεται εκεί και περιμένει, παραμιλά, κοιτά· εδώ
μια έμπνευση κατεχόμενης δίψας για καταραμένους
οι χορδές τραβιούνται, σχεδόν ξεσκίζονται, να κρατήσουν
στο ύψος, στη θλίψη, μέσα σε πηγάδι γεμάτο τίποτα, εδώ.


.άγαλμα

Συναρμολογώ τον τοίχο απέναντι
με ίνες από τα στόματα πεινασμένων
με ρίζες από τα χώματα διψασμένων
κι όλο υψώνεται,
άβαφοι κόκκινοι πελιδνοί λίθοι
πέφτουν από τα τσόφλινα σύννεφα
ξυπνάνε
ξύνουν τις γωνίες τους
ματώνουν τις πλευρές τους
μπερδεύουν τα ετερώνυμα
και περπατάνε μονάχα,
αναζητούν συντρόφους
αργά,
πολύ αργά στη νύχτα
η γειτονιά νομοθετεί
στα πελώρια κατάστιχα
ψάχνω με το δάχτυλο να βρω την εγγραφή μου
και σκαλίζω
πόσο σκληρή
είσαι
και πέτρινη.


είναι άμορφη αυτή η μέρα
συνδέεται με τις γραμμές
(ζιγκ ζαγκ)
στραβή αδημονία
και δεν ξέρω τι βρίσκεται
στην πίσω σελίδα
(χρατς χρατς)
που ανυπόμονα τσαλακώνω
έκτη ημέρα κύλησε
συμμορφώθηκα λίγο νωρίτερα
τα χέρια μπροστά
τυφλός δεν πάω
παραπέρα
στέκομαι στη μυτερή άκρη
επάνω
να ισορροπήσω
να ζήσω
από τότε που συγχώρεσα
να χαρώ
να διαπιστώσω
προς τα επάνω
τι υπάρχει·
τα όνειρα θα σκάσουν
τα σύννεφα θα γκριζάρουν
(φς... φς...)
γόνατα ανίκανα να κρατήσουν
εμένα όρθιο
αγκώνες αδιάφοροι να στηρίξουν
εσένα σε γωνία
τρέμοντας περνάει
το χθες
από την οδό κυδωνίας
γέφυρα
του μακριά με το τώρα
κι αυτό μακρινότερα


εκείνη την (τελευταία) νύχτα του Ιούλη
εκείνη τη νύχτα θυμάμαι να ξεφυσάνε τα σπαρτά
ριγμένα στο ξερό χώμα,
από ψηλά τα σύννεφα έπαιζαν με το φεγγάρι
(τι πρωτότυπο)
σε έβλεπα τότε και πριν και μετά, γυμνή·
εκείνη τη νύχτα θυμάμαι να βουίζει η κουρτίνα
μικρές επιθέσεις κι επιστροφές,
σκυφτοί, διπλωμένοι, ξανά
υγροί, ιδρωμένοι, ξανά
αυτή τη νύχτα να θυμηθείς να υπάρξεις
ανάμεσα στη θύμηση που πάλιωσε τριμμένη
στην εσωτερική τσέπη, κάτω απ’ τις ρίζες
πίσω στ’ αυτί σου, μακριά στα δάχτυλα ανάμεσα